Ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες, ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και «αστρονομικά» μεταφορικά κόστη -σε μια εποχή που οι ημερήσιοι ναύλοι των container ships κινούνται σε εξαψήφια νούμερα- «καίνε» τη ρευστότητα και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και οδηγούν σε μπαράζ αυξήσεων τιμών.
Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις αξιωματούχων για προσωρινό φαινόμενο, τα δεδομένα αυτή τη στιγμή δεν είναι ενθαρρυντικά. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) είναι αποκαλυπτικά. Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 1,4% τον Ιούλιο και η σύγκριση του ΔΤΚ τόσο με τον προηγούμενο μήνα όσο και με τον αντίστοιχο περσινό δείχνουν μια σταθερή επίπτωση από την αύξηση των τιμών σε ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, καύσιμα, στέγαση, δωμάτια ξενοδοχείων και αεροπορικά εισιτήρια, καθώς και είδη διατροφής. Ειδικότερα ξεχωρίζουν οι ανατιμήσεις σε αρνί και κατσίκι, νωπά ψάρια, τυριά, ελαιόλαδο, άλλα βρώσιμα έλαια, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά κ.ά.
Στελέχη μεγάλων αλυσίδων supermarket σημειώνουν ότι γίνεται προσπάθεια να απορροφηθούν ανατιμήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και στις πρώτες ύλες σε είδη τροφίμων, αλλά διαπιστώνουν ανοδικές πιέσεις κυρίως στις τιμές των μη τροφίμων.
Όπως μεταφέρουν στο Euro2day.gr, ανατιμήσεις παρατηρούνται στα είδη bazaar, τα οποία ως επί το πλείστον εισάγονται από την Κίνα και επιβαρύνονται με μεταφορικά κόστη. Επίσης κάποιες βιομηχανίες, κυρίως από τον χώρο των απορρυπαντικών και των ειδών προσωπικής περιποίησης, ρίχνουν στην αγορά προϊόντα σε συσκευασίες με λιγότερα ml, κρατώντας την ίδια τιμή και εξοικονομώντας κόστη από την ποσότητα και τις πρώτες ύλες στη συσκευασία.
Εξάλλου, παράγοντες του χονδρεμπορίου λαμβάνουν ως αιτιολογία των ανατιμήσεων από τους προμηθευτές τους στη βιομηχανία τα υψηλά κόστη της συσκευασίας. Αυτό συμβαίνει, όπως μεταφέρουν, με τα λάδια, το παραφινέλαιο, που έχει πάει πάνω από το 1 ευρώ τιμή χονδρικής και προϊόντα που εξαρτώνται από παράγωγα πετρελαίου όπως το πλαστικό.
Το ηλιέλαιο επίσης έχει ανατιμηθεί πάνω από 50% σε λίγες εβδομάδες, με τιμή που έφτασε τα 2 ευρώ, έχοντας υποχωρήσει παροδικά γύρω στο 1,45 ευρώ. Γύρω στο 5% υπολογίζονται οι αυξήσεις σε κέτσαπ, μουστάρδες αλλά και κονσέρβες, με τις σαρδέλες, που είναι πιο ταχυκίνητο προϊόν, να έχουν τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις.
Ανατιμήσεις σημειώνονται και στο αλουμινόχαρτο, της τάξης του 15%, ενώ είδη ατομικής υγιεινής όπως τα γάντια έχουν σταθεροποιηθεί στα ψηλά, μετά το τριψήφιο ποσοστό ανόδου της τιμής τους από πέρυσι. Στελέχη της χονδρεμπορικής αγοράς εκτιμούν ότι οι ανατιμήσεις θα συνεχιστούν ενώ αναφέρουν γι’ αυτή την εποχή και περιπτώσεις ελλείψεων, ειδικά σε προϊόντα ψυγείου όπως τα αναψυκτικά.
Στα ύψη το ηλεκτρικό ρεύμα
Η ακρίβεια είναι εν μέρει απόρροια της αύξησης του ενεργειακού κόστους, που παρεμπιπτόντως επιβαρύνει και τα νοικοκυριά, λόγω της αδυναμίας των παρόχων να απορροφήσουν τις αυξήσεις στη χονδρεμπορική αγορά. Εκεί οι τιμές κινούνται σταθερά πάνω από τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) το τελευταίο διάστημα, με αύξηση πάνω από 80% από πέρυσι το φθινόπωρο. Σε συνδυασμό με την αύξηση των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, οι ανατιμήσεις στα μεταβλητά τιμολόγια και στα βιομηχανικά μέσης τάσης που έφταναν το 30% ήδη πριν το καλοκαίρι, πλέον αντιμετωπίζουν νέα αύξηση λόγω της μετακύλισης στους τελικούς καταναλωτές του επιπλέον κόστους, μεταξύ άλλων και από τις πρόσθετες ανάγκες που έφερε ο καύσωνας.
Σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων η βιομηχανία
Πολλές ελληνικές βιομηχανίες έχουν επισημάνει το πρόβλημα, τόσο του ενεργειακού κόστους όσο και των πρώτων υλών. Επιχειρηματίες της βιομηχανίας πλαστικών σημειώνουν ότι πρώτες ύλες όπως πολυαιθυλένιο, πολυστυρένιο, PET κ.α. έχουν σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα, μετά τις ανατιμήσεις ως και 100%, από τη διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία. Εξηγούν ότι κάποιες παροδικές πιέσεις από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν αλλάζουν τη γενική τάση.
Οι επιχειρηματίες στη μεταποίηση αναζητούν λύσεις. Πρόσφατα η διοίκηση της Coca-Cola HBC είπε ότι αναζητά εναλλακτικές για να καλύψει τις ανάγκες της σε υλικά όπως το PET και το αλουμίνιο. Επίσης η Παπουτσάνης επηρεάζεται από την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών όπως τα φυτικά έλαια, το ζωικό λίπος, το PET και το πολυπροπυλένιο. Μάλιστα, όπως επισήμανε πρόσφατα η διοίκηση, τυχόν αυξήσεις των διεθνών και εγχωρίων τιμών της πρώτης ύλης δεν μετακυλίονται σε όλες τις περιπτώσεις στην τελική τιμή των προϊόντων, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο αρνητικής επίδρασης στα αποτελέσματα του ομίλου. Ενδεικτική είναι και η περίπτωση της χαρτοβιομηχανίας ΜΕΛ, η οποία απορρόφησε το κόστος από την αύξηση των τιμών αγοράς ανακυκλωμένου χαρτιού το 2020 αλλά καθώς η τάση εξελίσσεται και εντός του 2021, έχει αποφασίσει να προβεί σε αυξήσεις στις τιμές πώλησης των προϊόντων της.
Είναι ξεκάθαρο ότι τα υψηλά ενεργειακά κόστη και οι ακριβές πρώτες ύλες εξαντλούν τα περιθώρια απορρόφησης των κραδασμών από μικρούς αλλά και μεγάλους παίκτες της αγοράς, με αποτέλεσμα οι ανατιμήσεις των τελικών προϊόντων να λαμβάνουν πιο μαζικό χαρακτήρα.
Τα κόστη-φωτιά από το πάρτι στη ναυλαγορά
Στις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δικαιολογούν επιστροφή τιμών σε προ πανδημίας επίπεδα. Αντίθετα, τα μηνύματα από τη ναυλαγορά παραπέμπουν σε μονιμότερες αλλαγές. Κάποιοι επιχειρηματίες μιλούν για καρτέλ. Άλλοι μάς μεταφέρουν ότι υπάρχουν άτυπες συμφωνίες εταιρειών να κρατηθούν ψηλά οι τιμές στα ναύλα, με επιχείρημα τις διαταραχές στην κινεζική παραγωγή.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ναυλοσύμφωνα που κλείνονταν πριν ένα χρόνο για πλοία χωρητικότητας 8.000 εμπορευματοκιβωτίων στις 20.000 δολ., πλέον κινούνται σε τιμές της τάξης των 110.000 δολ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν ημερήσιο ναύλο πάνω από 11.000 ευρώ ή 10-13 χιλ. δολ. για ένα container 40 ποδών, από 2 χιλ. δολ. που πλήρωναν πέρυσι. Το πρόβλημα είναι ότι οι τιμές σταθεροποιούνται σε υψηλά επίπεδα και δεν προβλέπεται αποκλιμάκωση πριν την κινεζική πρωτοχρονιά, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς.
Τα νέα ναυλοσύμφωνα κλείνονται σε ασύλληπτες τιμές, 5 και 6 φορές πάνω. Επίσης δεν κλείνονται μακροπρόθεσμα συμβόλαια όπως πριν, αλλά μόνο για λίγους μήνες. Σε αυτές τις συνθήκες, που εκτοξεύονται οι αποδόσεις για ναυτιλιακές εταιρείες και ναυλομεσίτες, σφίγγει ο κλοιός για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις, κυρίως τις μικρότερες, που δεν διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και διαπραγματευτική δυνατότητα να εξασφαλίσουν μια θέση σε αξιόπιστο δρομολόγιο. Π.χ. μια εισαγωγική εταιρεία μπορεί να κάνει booking προκαταβάλλοντας χρήματα, αλλά λόγω έλλειψης χώρου να είναι στην αναμονή. Κάποιοι μεγάλοι παίκτες της ελληνικής αγοράς πληρώνουν «καπέλο». Όπως μας μεταφέρει στέλεχος μεγάλης εταιρείας διεθνών μεταφορών, για ναύλο 13.000 δολ. στις 20/8, αν θες να κάνεις «secure», πληρώνεις +1.000 δολ. επιπλέον.
Πάντως ακόμη κι αν βελτιωθούν οι συνθήκες μετά την κινεζική πρωτοχρονιά, όπως εκτιμάται, οι τιμές στο καλύτερο σενάριο θα υποχωρήσουν σταδιακά μέχρι το ήμισυ των σημερινών και σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται να επιστρέψουν στα περσινά επίπεδα.
Πρόκειται για παγκόσμια τάση. Στοιχεία του δείκτη Drewry World Container για τις 12 Αυγούστου έδειχναν μέση τιμή 9.421,48 δολ. ανά εμπορευματοκιβώτιο 40 ft, 358% υψηλότερα από την ίδια εβδομάδα του 2020. Πρόκειται για τη 17η συνεχόμενη εβδομάδα αυξήσεων, σημειώνεται σε σχετικό report. Οι υψηλότεροι ναύλοι καταγράφονται από Σαγκάη για Ρότερνταμ, 13.653 δολ. και από Σαγκάη στη Γένοβα της Ιταλίας, στις 12.993 δολ., αυξημένοι κατά 636% και 556% αντίστοιχα από πέρυσι ενώ προβλέπεται περαιτέρω αύξηση τις επόμενες εβδομάδες.
Εκτός του «Δρόμου του Μεταξιού» το επιχειρηματικό μοντέλο
Οι εξελίξεις αυτές στον χώρο της ναυλαγοράς, που έρχονται να προστεθούν στα έκτακτα περιστατικά της περσινής χρονιάς, από τη διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι το Ever Given που έκλεισε για έξι ημέρες τη Διώρυγα του Σουέζ, αλλάζουν άρδην το τοπίο στον κλάδο των logistics και του εμπορίου.
Κινέζοι και άλλοι παραγωγοί αναζητούν χώρους για να στήσουν εμπορευματικούς σταθμούς στην Ευρώπη ενώ βιομηχανίες και λιανέμποροι αναζητούν προμηθευτές εκτός Κίνας.
Πρακτικά, η αύξηση του μεταφορικού κόστους εκμηδενίζει το όφελος μιας εταιρείας από τη χαμηλού κόστους παραγωγή των προϊόντων της στην Κίνα, αντίθετα με κάποιες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Τουρκία αλλά και Βαλκανικές χώρες που προσφέρουν πιο ανταγωνιστικές λύσεις στις παρούσες συνθήκες.
Επίσης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων πολιτών και κατά συνέπεια η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης, που απορροφά όλο και μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής. Εν μέσω πανδημίας παρατηρήθηκε το φαινόμενο καθυστερήσεων στην εκτέλεση παραγγελιών για εισαγωγείς, λόγω ακριβώς της προτεραιοποίησης των εσωτερικών αναγκών σε μια χώρα με 1,4 δισ. πληθυσμό. Ίδια τάση αναδύεται στην Ινδία.
Εν κατακλείδι, οι αγορές αλλάζουν και πιθανόν οι νέοι πρωταγωνιστές της βιομηχανίας να δημιουργήσουν πλούτο ακολουθώντας άλλες διαδρομές εκτός αυτής του Δρόμου του Μεταξιού…