Διαδικασίες που θα επιτρέπουν σε έναν εργαζόμενο να καταγγέλλει με ασφάλεια παραβάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου επιτάσσει Οδηγία που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Πρόκειται για εξέλιξη με ιδιαίτερη σημασία, η οποία δημιουργεί διπλή πρόκληση: αφενός, στην κυβέρνηση που έχει την ευκαιρία να μην περιοριστεί σε μια τυπική μεταφορά της στο ελληνικό δίκαιο. Αφετέρου, στους εργοδότες που θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες για την αναφορά εικαζόμενης παραβίασης.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε επίσημα την Oδηγία για προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ 2019/1937), τους λεγόμενους whistleblowers. Αυτή υποχρεώνει τις εταιρείες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, νομικά πρόσωπα και άλλους φορείς να θεσπίζουν τα μέσα για τους εργαζομένους (που αναφέρονται ως «καταγγέλλοντες» ή «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος») να καταγγέλλουν παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων προμηθειών-διαγωνισμών, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της ασφάλειας των προϊόντων και των μεταφορών, της πυρηνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, της προστασίας των καταναλωτών και των δεδομένων και προστατεύει τους εν λόγω υπαλλήλους από αντίποινα του εργοδότη.
Η Οδηγία καθιστά υποχρεωτική τη διαδικασία αναφοράς εικαζόμενης παραβίασης του Δικαίου της Ένωσης σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι διατάξεις της Οδηγίας πρέπει να εφαρμοστούν από τα κράτη-μέλη της ΕΕ μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2021. Οι εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που έχουν μεταξύ 50 και 249 εργαζομένους έχουν δύο επιπλέον έτη πριν από την εφαρμογή της Οδηγίας στις 17 Δεκεμβρίου 2023.
Απαλλαγές
Η Οδηγία υποχρεώνει τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που έχουν περισσότερους από 50 εργαζομένους να καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους και διαδικασίες για να αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ σε συγκεκριμένους τομείς ή κλάδους που καλύπτονται από την Οδηγία. Ωστόσο, τα κράτη-μέλη μπορούν να απαλλάσσουν δήμους με λιγότερους από 10.000 κατοίκους ή λιγότερους από 50 εργαζομένους, καθώς και οντότητες του δημόσιου τομέα με λιγότερους από 50 εργαζομένους από την υποχρέωση αυτή. Από την άλλη, βάσει ανάλυσης κινδύνου, τα κράτη-μέλη μπορούν να υποχρεώνουν τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που έχουν λιγότερους από 50 εργαζομένους να καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους και διαδικασίες υποβολής εκθέσεων.
Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιλαμβάνει διάφορους τομείς. Οι παραβιάσεις μπορεί να αφορούν π.χ. τις δημόσιες προμήθειες-διαγωνισμούς, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την ασφάλεια των προϊόντων, την ασφάλεια των μεταφορών, την προστασία του περιβάλλοντος, την πυρηνική ασφάλεια, την ασφάλεια των τροφίμων, την υγεία των ζώων, τη δημόσια υγεία, την προστασία των καταναλωτών και την προστασία της ιδιωτικής ζωής, καθώς και την ασφάλεια των δικτύων και των συστημάτων πληροφοριών.
Οι εργαζόμενοι που καλύπτονται από την Οδηγία είναι οι καταγγέλλοντες που εργάζονται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα και που έχουν αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με παραβίαση του δικαίου της ΕΕ μέσω των δραστηριοτήτων τους που σχετίζονται με την εργασία.
Η προστασία που παρέχεται από την Οδηγία καλύπτει, μεταξύ άλλων, προηγούμενους και νυν εργαζομένους, δημόσιους υπαλλήλους, υποψηφίους για απασχόληση, εθελοντές, μη αμειβόμενους ασκούμενους, αυτοαπασχολούμενους, μετόχους και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης, καθώς και τα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία και τη διεύθυνση αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών.
Σκοπός της Οδηγίας είναι να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι που αποκτούν πληροφορίες σχετικά με παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μέσω των δραστηριοτήτων τους που σχετίζονται με την εργασία, είναι σε θέση, ανεξάρτητα από τη φύση της εργασίας τους, να υποβάλλουν καταγγελία παραβιάσεων του δικαίου σχετικά με τις παραβάσεις αυτές χωρίς να υπόκεινται σε άμεσα ή έμμεσα αντίποινα από τον εργοδότη.
Τα αντίποινα μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, απόλυση, υποβιβασμό, μείωση μισθού, παρακράτηση της κατάρτισης, επιβολή ή διαχείριση πειθαρχικών μέτρων, μη ανανέωση σύμβασης προσωρινής απασχόλησης, μη μετατροπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη σύμβαση εργασίας παρά τη δικαιολογημένης πεποίθηση του εργαζομένου, αρνητική αναφορά στην απασχόληση ή άλλη δυσμενή μεταχείριση.
Ο εργοδότης φέρει το βάρος της απόδειξης ότι μια ενέργεια που λαμβάνεται κατά του καταγγέλλοντος δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με την καταγγελία που υπέβαλε. Οι καταγγέλλοντες δικαιούνται προστασία εάν είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις αναφερόμενες παραβιάσεις ήταν αληθείς κατά τον χρόνο υποβολής της αναφοράς και ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες η ομάδα εργασίας που έχει ορίσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Εξετάζει, μεταξύ άλλων, κατά πόσο είναι αναγκαία η θέσπιση χωριστού νόμου για την προστασία των καταγγελλόντων και κατά πόσον το πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει να είναι ευρύτερο από το ελάχιστο πεδίο εφαρμογής που ορίζεται στην Οδηγία.
Όπως επισημαίνουν νομικοί κύκλοι στη χώρα μας, η προστασία των whistleblowers είναι ανεπαρκής και κατακερματισμένη σε πλείστες διατάξεις, ενώ η αντιμετώπισή τους στον δημόσιο διάλογο συχνά απαξιωτική. Η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος προστασίας των εργαζομένων που αναφέρουν παρανομίες και παρατυπίες που υπέπεσαν στην αντίληψή τους, διαιωνίζει μια κουλτούρα σιωπηρής ανοχής απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ενσωμάτωση της Οδηγίας συνιστά μια μεγάλη ευκαιρία για την καθιέρωση επαρκών και αποτελεσματικών μέτρων προστασίας των whistleblowers.
Κρίσιμος θεωρείται, από τις ίδιες πηγές, ο ορισμός αμερόληπτου προσώπου ή υπηρεσίας με αρμοδιότητα για την παρακολούθηση των αναφορών, που μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο ή υπηρεσία με εκείνο που παραλαμβάνει τις αναφορές και το οποίο θα διατηρήσει ασφαλή και ανωνυμοποιημενη επικοινωνία με τον αναφέροντα και, εφόσον απαιτείται, θα του ζητεί περαιτέρω πληροφορίες.