Η πίτα του food delivery μεγαλώνει με εκρηκτικούς ρυθμούς, προσελκύοντας επενδύσεις υφιστάμενων και νέων παικτών, αλυσίδων εστίασης και aggregators, που σπεύδουν να αξιοποιήσουν τις νέες καταναλωτικές τάσεις για ευκολία, ταχύτητα και ευελιξία παράδοσης.
Οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακές σε όλο το φάσμα της αγοράς, αλλά κυρίως στα delivery apps και τις πλατφόρμες των aggregators τύπου efood και Wolt, που υπόσχονται παράδοση καφέ και φαγητού σε λίγα λεπτά από την παραγγελία. Μάλιστα καθώς τα μεγέθη τους απογειώνονται, αλλάζουν άρδην τις ισορροπίες στην αγορά εστίασης. Θετικές επιδόσεις όμως καταγράφουν και οι υπηρεσίες online delivery & take away της Goody’s, της Everest, της Γρηγόρης, της McDonald’s κ.α.
Ταυτόχρονα πολλές δεκάδες εταιρείες εισέρχονται κάθε μήνα στο delivery, με τις ενάρξεις βάσει των στοιχείων του ΓΕΜΗ να εμφανίζουν μέσο ρυθμό που ξεπερνά το 170% στο 12μηνο. Ανάμεσά τους είναι εταιρείες εστίασης που επεκτείνονται στη διανομή φαγητού αλλά και νέοι παίκτες, εγχώριοι και ξένοι, που διεκδικούν μερίδιο στην αγορά. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ουκρανικής Rocket, η οποία βρίσκει ελκυστική την αγορά της Αθήνας κατόπιν έρευνας που διενήργησε για λογαριασμό της η PwC. Η εταιρεία ιδρύθηκε μόλις το 2018, έχει παρουσία σε Ουκρανία, Ολλανδία, Κύπρο και Γαλλία και εγκαινιάζει τη δραστηριότητά της από το Χαλάνδρι για να επεκταθεί σε πρώτη φάση στην Αθήνα.
Το ενδιαφέρον τους μένει να επιβεβαιώσουν το προσεχές διάστημα και ορισμένα ακόμη σήματα που βολιδοσκοπούν την αγορά, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό σε ένα περιβάλλον με εδραιωμένες πλατφόρμες. H efood για παράδειγμα, με παρουσία από το 2012 στην τοπική αγορά και πλέον μέλος του γερμανικού εισηγμένου ομίλου Delivery Hero, κατέχει τη μερίδα του λέοντος στο food delivery ενώ επεκτείνεται και σε άλλα κανάλια, με πιο πρόσφατο το φαρμακείο και πιο πριν τα supermarket, διατηρώντας μεταξύ άλλων συνεργασία με την αλυσίδα Σκλαβενίτης. Ο τζίρος της εταιρείας το 2020 ανήλθε σε 64,5 εκατ. ευρώ με αύξηση 49,4%. Η εκτόξευση των παραγγελιών εν μέσω πανδημίας έφερε αύξηση πωλήσεων από προμήθειες και από τη χρήση πιστωτικών καρτών που χρεώνονται στα εστιατόρια και δημιουργούν έσοδα ανάλογα με την επιλογή πληρωμής μέσω διαδικτύου από τον τελικό καταναλωτή. Η εταιρεία σήμερα συνεργάζεται με 15.000 καταστήματα, απασχολεί 378 εργαζόμενους από 268 το 2019 ενώ επενδύει στο δίκτυο διανομέων της, το οποίο σχεδιάζει να διπλασιάσει, από 2.000 σήμερα σε 4.000.
H Wolt, που πρόσφατα έκανε την πρώτη της εμφάνιση εκτός ηπειρωτικής Ελλάδας εγκαινιάζοντας δραστηριότητα παραδόσεων στο Ηράκλειο της Κρήτης, προ πανδημίας, το 2019, εμφάνιζε οργανικά έσοδα (της ελληνικής εταιρείας) μόλις λίγο πάνω από τις 500.000 ευρώ. Από τότε όμως που έκανε την πρώτη της παραγγελία, σε ένα γραφείο στο Μαρούσι στις 15 Ιανουαρίου του 2019, έχει αυξήσει κατακόρυφα τα έσοδά της. Το 2020 τα έσοδα πολλαπλασιάστηκαν 14 φορές σε σχέση με το 2019. Έφτασε στα 7,2 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία.
Στελέχη της εταιρείας εκτιμούν ότι και το 2021 αναμένεται να καταγραφούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, αφού μόνο στο α’ εξάμηνο τα μεγέθη έχουν τετραπλασιαστεί σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι τo 2021, το συνολικό ποσό που θα καταβληθεί σε καταστήματα και διανομείς εκτιμάται ότι θα ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ. Σήμερα διαθέτει 4.000 συνεργάτες διανομής που αυξάνονται σταδιακά, παράλληλα με την ανάπτυξη του όγκου των παραγγελιών, τη γεωγραφική επέκταση σε νέες πόλεις, καθώς και την προσθήκη νέων κατηγοριών retail. Όπως μας μεταφέρουν στελέχη της εταιρείας, το 2019 η δραστηριότητα ξεκίνησε στην Αθήνα με μία ομάδα 10 ατόμων και σήμερα απασχολεί 150 (με γραφεία και στη Θεσσαλονίκη) ενώ συνεργάζεται με 3.000 καταστήματα.
Μικρότερα μερίδια ελέγχει η Delivery.gr, με δραστηριότητα σε 30 πόλεις, η οποία συνεργάζεται επίσης με τα Kiosky’s και την ΑΒ, ενώ η Box της Cosmote, που στον τομέα των supermarket συνεργάζεται με Κρητικό και Μασούτη, συνεχίζει να αναπτύσσεται έχοντας προσαρτήσει στην πλατφόρμα της και το Skroutz Food. Συνεργάζεται με πάνω από 9.000 καταστήματα κι εξυπηρετεί 60 πόλεις, διεκδικώντας μερίδιο σε μια αγορά που ξεπερνά κατά πολύ πλέον το μισό δισ., αξία που διέθετε το οnline delivery φαγητού πριν ένα χρόνο. Η ζήτηση αυξήθηκε κατακόρυφα εν μέσω πανδημίας ενώ η αγορά έχει αποσπάσει μερίδιο και από το κομμάτι των παραγγελιών που διεκπεραιώνεται τηλεφωνικά και είναι τουλάχιστον τριπλάσιο.
Οι αλυσίδες εστίασης
Στην πλευρά των αλυσίδων εστίασης, το delivery ήταν η μόνη υπηρεσία που μπορούσαν να προσφέρουν εν μέσω πανδημίας, με αποτέλεσμα να επενδύσουν πόρους συνεχίζοντας σήμερα να υποστηρίζουν το συγκεκριμένο κανάλι, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα συνεργασίες και με τις πλατφόρμες των aggregators.
Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στον Όμιλο Εστίασης της Vivartia τον τελευταίο 1,5 χρόνο το delivery αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, οι οποίοι έφτασαν το 30-40%, όπως αναφέρουν στο Euro2day.gr στελέχη του ομίλου. «Αντίστοιχα, η συμμετοχή του στον τζίρο ξεπέρασε το 60%. Προφανώς, οι ρυθμοί αυτοί αποδίδονται στις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας, δεδομένου ότι, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τα σαλόνια των καταστημάτων μας ήταν κλειστά και ο όγκος των πωλήσεων μεταφέρθηκε στο delivery και το takeaway», προσθέτουν. Αναφορικά με τους χρήστες των υπηρεσιών delivery του ομίλου, που καλύπτει σήματα όπως Goody’s, Flocafe, Everest, La Pasteria, Papagalino κ.α., δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν ακριβώς, μιας και συνήθως πίσω από κάθε απόδειξη υπάρχουν περισσότερα από 1 άτομα. Ως προς τις συνεργασίες, σε επίπεδο online delivery τα σήματα του Ομίλου Εστίασης της Vivartia συνεργάζονται με τους μεγαλύτερους aggregators της αγοράς.
Από την πλευρά της, η McDonald’s κατάφερε να μετριάσει τις πιέσεις του lockdown το 2020 χάρη στις υπηρεσίες McDelivery και McDrive. Έκλεισε με πτώση εσόδων μόλις 8%, στα 37,5 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρει στο Euro2day.gr η Simona Mancinelli, Διευθύνουσα Σύμβουλος της Premier Capital Hellas που διαχειρίζεται τα εστιατόρια McDonald’s στην Ελλάδα, η υψηλή ζήτηση και κατά την περίοδο της πανδημίας επιβεβαιώνεται από τις μεγάλες ουρές στις λωρίδες McDrive και τη θεαματική αύξηση των πωλήσεων McDelivery σε όλες τις αγορές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Στην Ελλάδα, το McDelivery επεκτάθηκε γρήγορα το 2020 στα περισσότερα από τα εστιατόρια του δικτύου και σήμερα η υπηρεσία διατίθεται μέσω τρίτου παρόχου (e-food) σε 18 εστιατόρια McDonald’s. Μιλώντας για το μέλλον της συγκεκριμένης αγοράς μετά τις προκλήσεις της πανδημίας, η κα Mancinelli αναφέρει στο Euro2day.gr ότι παρά τις εξαιρετικές δυσκολίες, το 2020 αποτέλεσε μια καθοριστική χρονιά γιατί απέδειξε ξεκάθαρα ότι η επιχείρηση είναι λειτουργικά ανθεκτική. «… Η υπηρεσία McDelivery και όλες οι πρόσφατες υπηρεσίες περιλαμβάνονται στα μελλοντικά μας σχέδια για όλα τα νέα εστιατόρια που πρόκειται να ανοίξουν στην Ελλάδα. Τα δύο νέα εστιατόρια που άνοιξαν το 2021 (Ίλιον και Μεταμόρφωση) προσφέρουν και την υπηρεσία McDelivery», προσθέτει.
Αλλάζουν οι ισορροπίες
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι aggregators φέρνουν νέες τάσεις στα κανάλια που τοποθετούνται. Και παρόλο που είναι νωρίς ακόμη για να επηρεάσουν τις ισορροπίες στην αγορά των supermarket, κανάλι στο οποίο επίσης διεισδύουν, έχουν προκαλέσει ήδη δοκιμές αλλαγές στην εστίαση. Πρακτικά οι food aggregators προσφέρουν πρόσβαση σε πολλαπλές υπηρεσίες και επιλογές μέσω των ιστοτόπων τους ή των εφαρμογών smartphone. Καθώς αλληλεπιδρούν όμως με τους καταναλωτές σε πολλές κατηγορίες καταστημάτων και κανάλια επικοινωνίας, μπορούν μέσα από την εμπειρία του πελάτη να ενισχύουν brands επιδρώντας στα μερίδια μέσα από τη σχέση των καταναλωτών με τα εμπορικά σήματα. Έτσι, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, ανατρέπονται υφιστάμενα επιχειρηματικά μοντέλα στον κλάδο.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις πιέσεις στην κερδοφορία για μια αλυσίδα με 100 και 200 καταστήματα, όταν η αύξηση του μεριδίου του delivery φτάνει στο 50-55% των συνολικών πωλήσεων, με τις προμήθειες για τους διανομείς σε ορισμένες περιπτώσεις να ξεπερνούν το 25% και την ίδια στιγμή, η εταιρεία να πρέπει να καλύπτει κόστος για ενοίκια, royalties, λειτουργικά έξοδα κ.ο.κ.
Καθώς λίγες εταιρείες έχουν αναπτύξει αποτελεσματικές υπηρεσίες online εξυπηρέτησης, με την Domino’s pizza να αποτελεί ένα παράδειγμα έχοντας υιοθετήσει τεχνογνωσία της πολυεθνικής, εξαρτώνται από τις οργανωμένες πλατφόρμες. Ας σημειωθεί ότι μετά τα περιοριστικά μέτρα, σε αγορές μεγάλων πόλεων το delivery σε κάποιες κατηγορίες, όπως π.χ. ο καφές, φτάνει το 60-65% ενώ σε υψηλότερα επίπεδα κυμαίνονται άλλες κατηγορίες όπως το σουβλάκι.
Καθώς οι aggregators έχουν κυριαρχήσει στην αγορά του delivery φαγητού, είναι πιθανόν σε επόμενο χρόνο να εμφανιστεί και η τάση των new delivery, όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι πλατφόρμες που παρέχουν επιπλέον εφοδιαστική αλυσίδα σε συνεργαζόμενα εστιατόρια. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το φαινόμενο “ghost kitchen”, χώροι με εγκαταστάσεις εστίασης χωρίς βιτρίνα ή εσωτερικούς χώρους για πελάτες, όπου μπορούν να προετοιμάζονται γεύματα για διάφορα σήματα εστίασης που εξυπηρετούνται από τον aggregator. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν ότι κυοφορείται και στην αγορά των supermarket νέα κίνηση για τη δημιουργία πλατφόρμας που θα ελέγχει όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, με δίκτυο προμηθευτών, αποθηκών τύπου dark stores και ιδιόκτητο στόλο.