Ο ρυθμός εκταμίευσης νέων δανείων, η αποκατάσταση των κερδών και τα ακόμα αδύναμα κεφάλαια είναι οι τομείς, σύμφωνα με την S&P, που παραμένουν οι βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης προβλέπει αυξημένο κόστος κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες από τις προβλέψεις για την Covoid-19 και δείκτη NPEs που θα πέσει κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2022.
Τα βασικά συμπεράσματα της Standard & Poor’s από το Global Banking Outlook report για τις εγχώριες τράπεζες είναι τα εξής:
Αναμένει ότι οι οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας θα βελτιωθούν την περίοδο 2021-2024, με τις πολιτικές της κυβέρνησης να κατευθύνονται προς τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υποστηριζόμενες από την αναμενόμενη ανάπτυξη των κονδυλίων της ΕΕ.
Κατά την επόμενη τριετία, αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μεταξύ άλλων και σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Οι τράπεζες θα συνεχίσουν να «καθαρίζουν» τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μέσω του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων Ηρακλής, της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος και των μεταρρυθμίσεων στο πτωχευτικό δίκαιο.
Βασικοί πιστωτικοί παράγοντες
Οι καλές οικονομικές προοπτικές διαμορφώνουν το σκηνικό για βελτίωση της προσφοράς και της ζήτησης πιστώσεων. Αυτό θα πρέπει να στηρίξει τις επιχειρηματικές προοπτικές των τραπεζών και την πρόοδο στην εξυγίανση των παλαιών περιουσιακών στοιχείων, ενώ θα βελτιώσει τον τομέα εμπιστοσύνης, επισημαίνει η S&P. Ωστόσο, η αβεβαιότητα όσον αφορά τον ρυθμό ανάκαμψης εξακολουθεί να υφίσταται, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων Covid-19 στην Ελλάδα και στους κύριους εμπορικούς εταίρους της και πιθανών περαιτέρω κυβερνητικών περιορισμών. Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη στους τομείς των υπηρεσιών και του τουρισμού.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα NPEs κατά περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια. Ως αποτέλεσμα, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, κυρίως λόγω της Eurobank (project Cairo). Η S&P αναμένει ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος θα πέσει κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2022.
Οι κίνδυνοι χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες μειώνονται. Οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, παρά την κατάργηση των capital controls, αντανακλώντας την αυξημένη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, το πρόγραμμα έκτακτης αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιτρέπει την αγορά ελληνικού δημόσιου χρέους.
Βασικές παραδοχές για την οικονομία
Μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,3% το 2020, αναμένουμε ότι η οικονομία θα ανακάμψει κατά σχεδόν 5% το 2021, επισημαίνει η S&P. «Αναμένουμε ότι οι οικονομικές επιδόσεις θα παραμείνουν ισορροπημένες, τροφοδοτούμενες κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Ωστόσο, δεν αναμένουμε ότι οι τουριστικές εισπράξεις του 2021 θα ανακάμψουν στα επίπεδα του 2019. Προβλέπουμε αυξημένο κόστος κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες. Αυτό αντανακλά τις πρόσθετες προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των εκποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και για τα δάνεια που τελούν υπό καθεστώς αναστολής πληρωμών, όπου αναμένουμε ποσοστό αθέτησης πληρωμών κοντά στο 25%», συνεχίζει η S&P.
Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η σημαντική εξοικονόμηση κόστους, χάρη στη μείωση των υποκαταστημάτων και του προσωπικού που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία χρόνια, θα βοηθήσουν στη στήριξη της κερδοφορίας της κατώτατης γραμμής, αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό. Η πίεση στα περιθώρια κέρδους και στα έσοδα από προμήθειες θα επικρατήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022. Οι τράπεζες ανταγωνίζονται για δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Τι πρέπει να περιμένουμε για το επόμενο έτος
O ρυθμός εκταμίευσης νέων δανείων, η αποκατάσταση των κερδών και τα ακόμα αδύναμα κεφάλαια. Αυτοί οι τομείς, σύμφωνα με την S&P, παραμένουν βασικές προκλήσεις. Όπως και στην περίπτωση της Κύπρου, πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα πιο σκληρό ανταγωνιστικό περιβάλλον και έναν ιδιωτικό τομέα που εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Ακόμη και σε ένα πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν για να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους.
Η επίδραση της πανδημίας στην πιστοληπτική ικανότητα του ιδιωτικού τομέα και στις αγορές ακινήτων και οι ξένες επενδύσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές τιμές των ακινήτων, οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν πριν από την πανδημία, μετά από μια πτώση περίπου 40% από το 2008. Οι επιπτώσεις από την Covid-19 θα καθορίσουν τον ρυθμό της δραστηριότητας στην πωλήσεις εξασφαλισμένου χρέους από τις τράπεζες και την ικανότητα πληρωμών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, των οποίων τα καθαρά ίδια κεφάλαια έχουν γίνει αρνητικά με την πάροδο των ετών.
Αξιολόγηση κινδύνων
H S&P βάσει της μεθοδολογίας αξιολόγησης κινδύνων ανά χώρα στον τραπεζικό κλάδο (BICRA) αναθεωρεί θετικά τη βαθμολογία για την Ελλάδα στην ομάδα «8» από την ομάδα «9» και τη βαθμολογία οικονομικού κινδύνου σε «8» από «9».
Όπως εξηγεί: «Aυξήσαμε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του αξιόχρεου της Ελλάδας σε "ΒΒ" από "ΒΒ-" (σ.σ. εννοεί την αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητας του Απριλίου φέτος), λόγω της προσδοκίας μας ότι οι κυβερνητικές πολιτικές θα κατευθυνθούν προς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ, θα οδηγήσουν σε βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων.
Πιστεύουμε ότι αυτό θα ενισχύσει τις επιχειρηματικές προοπτικές, την προσφορά πιστώσεων και τη ζήτηση στην Ελλάδα και θα αυξήσει τη διάθεση των επενδυτών για αγορά προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, βοηθώντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να τα αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους.
Κατά την άποψή μας, η ορατή αύξηση των εγχώριων καταθέσεων, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εξυγίανση των ισολογισμών και τις νομισματικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη στοχευμένη χρηματοδότηση από τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει οδηγήσει σε βελτιώσεις των δεικτών χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες», ολοκληρώνει η S&P.