«Όταν υπάρχουν λεφτά πάνω στο τραπέζι, τα παίρνεις. Αρκεί να ξέρεις τι θα τα κάνεις». Η παραπάνω φράση υψηλόβαθμου θεσμικού παράγοντα αποτυπώνει το πλέγμα της επόμενης ημέρας για τις εγχώριες συστημικές τράπεζες.
Τον περασμένο Μάρτιο, Eurobank, Εθνική, Alpha και Πειραιώς υπέβαλαν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) τα επικαιροποιημένα πλάνα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (Non Performing Exposures - NPEs) για την τριετία 2021-23.
Όλες τους προβλέπουν ότι σε βάθος 9 έως 12 μηνών, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των χορηγήσεων (NPE ratio) θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Ως το τέλος, δε, της τριετίας, θα πέσει κάτω από το 6%, χάρη κυρίως σε νέες τιτλοποιήσεις με κρατική εγγύηση επί των ομολόγων πρώτης διαβάθμισης (senior notes) και δευτερευόντως σε οργανικές δράσεις.
Πρόκειται για σχεδιασμούς με κοστολογημένη την επίπτωση στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, ώστε να μη δημιουργείται θέμα κεφαλαιακής επάρκειας. Επομένως, ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν κινήσεις εξυγίανσης ισολογισμών, δεν φαίνεται να υπάρχει.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον έχει στραφεί πλέον στο πόσο ρεαλιστικοί είναι οι στόχοι οργανικής ανάπτυξης και κερδοφορίας των επόμενων ετών και αυτό θα αποτελέσει το πεδίο ενδεχόμενων νέων αυξήσεων κεφαλαίου από πλευράς συστημικών τραπεζών. Αυξήσεις που θα διενεργηθούν με δικαιώματα προτίμησης υπέρ των παλαιών μετόχων, περιορίζοντας τη μεταφορά αξίας στους νέους μετόχους.
Η περαιτέρω ενίσχυση ή επαναφορά των δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια, ώστε να υπάρξει διεύρυνση εργασιών και πηγών κερδοφορίας, αποτελεί τον πρώτο λόγο για τον οποίο θα μπορούσαν να ανακοινωθούν αυξήσεις κεφαλαίου το επόμενο διάστημα. Το θετικό κλίμα στις αγορές επιτρέπει την άντληση ρευστότητας με σχετικά καλούς όρους και οι ελληνικές τράπεζες θέλουν να επανέλθουν στην περιοχή ή να ενισχύσουν τη θέση τους σε αγορές ταχέως αναπτυσσόμενες όπως η Ρουμανία.
Μια ματιά στις διαρκώς αυξανόμενες καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική τράπεζα είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα, που δεν μπορεί να διοχετευθεί αυτή τη στιγμή σε εγχώρια πιστωτική επέκταση, λόγω αδύναμης ζήτησης.
Ως εκ τούτου, η επάνοδος/ενίσχυση παρουσίας στα Βαλκάνια αποτελεί λύση που μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο εξάρτησης από τον βαθμό ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας. Επιπρόσθετα, τα νέα κεφάλαια θα συμβάλουν ώστε οι τράπεζες να πάρουν ευκολότερα το ρίσκο χρηματοδότησης ρυθμίσεων ή και αγορών χαρτοφυλακίων με δάνεια που έχουν πωληθεί σε funds και υπάρχουν βιώσιμα σχέδια ρύθμισης και θεραπείας τους, διευρύνοντας το πελατολόγιό τους με επιχειρήσεις και νοικοκυριά που σήμερα είναι εκτός τραπεζικού συστήματος, ως μη αξιόχρεα.
Η επανένταξη περίπου του 50% των δανειοληπτών που σήμερα είναι «κόκκινοι» στο τραπεζικό σύστημα αποτελεί το μεγαλύτερο και δυσκολότερο στοίχημα που έχουν μπροστά τους οι τράπεζες, λόγω της αργής εξυγίανσης. Εξού και συντηρείται ο προβληματισμός για το πόσο επιτεύξιμοι είναι οι φιλόδοξοι στόχοι πιστωτικής επέκτασης και κερδοφορίας της περιόδου 2021-23.
Στο ίδιο πεδίο, οι αυξήσεις κεφαλαίου θα επιτρέψουν, σύμφωνα με την ΤτΕ, τη δημιουργία επαρκών προβλέψεων, που θα συμβάλουν σε αποτελεσματικές μακροχρόνιες ρυθμίσεις όσων δανειοληπτών επλήγησαν από την πανδημία και κρίνονται βιώσιμοι.
Τέλος, οι «αναπτυξιακές» ΑΜΚ έχουν ένα παράπλευρο όφελος. Καθησυχάζουν τις ανησυχίες για το «αγκάθι» των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC).
Οι ζημιές από τις νέες τιτλοποιήσεις θα εκτινάξουν το ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων έως και το 100% των εποπτικών κεφαλαίων. Αν προστεθούν DTC και κρατικές εγγυήσεις επί των senior notes ομολογιών, τα νούμερα «ζαλίζουν». Όλα αυτά σε μια περίοδο που οι υπόλοιπες τράπεζες του Νότου μειώνουν το ποσοστό συμμετοχής του DTC στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Άλλωστε, το υψηλό DTC (παρ)εμποδίζει τη διανομή μερισμάτων, ακυρώνοντας ένα μέρος του story, που «πωλούν» επενδυτικά οι τράπεζες, για επάνοδο σε κανονικότητα.
Η αγορά προεξοφλεί, κατά τη σημερινή συνεδρίαση, ότι η Alpha Bank θα είναι η πρώτη που θα κάνει την επόμενη κίνηση, προχωρώντας σε ΑΜΚ, για να αναπτύξει τις εργασίες της σε Ελλάδα και εξωτερικό, την ώρα που θα ρίχνει το NPE ratio σε επίπεδα χαμηλότερα του 10% στο τέλος της χρονιάς.
Αν επαληθευτούν οι παραπάνω εκτιμήσεις, η Alpha θα επιδιώξει να επανέλθει στην πρωτοκαθεδρία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας, ξεπερνώντας την Εθνική και να συναγωνιστεί τη Eurobank ως προς τη διαφοροποίηση των εσόδων κερδοφορίας, χάρη στην ενίσχυση της θέσης της στην αγορά της Ρουμανίας.