Ισχυρή ανάκαμψη αναμένει για την ελληνική οικονομία από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης η Goldman Sachs, μετά και την κατάθεση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Ελλάδα αλλά και η Πορτογαλία μέσω των εθνικών σχεδίων παρέχουν σημαντική δημοσιονομική στήριξη, ύψους 18% και 9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, για την περίοδο 2021-2026 στις οικονομίες τους.
Παράλληλα, ο μηχανισμός του Ταμείου Ανάκαμψης, ο οποίος συνδυάζει τις επενδύσεις με ένα πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, καλύπτοντας το έλλειμμα των επενδύσεων, που είναι η βάση της χαμηλής αποδοτικότητας, εξηγεί ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος.
Το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχει στην Ελλάδα και την Πορτογαλία το απαραίτητο «ερέθισμα» μετά από μια δεκαετία απογοητευτικής πορείας της παραγωγής και της παραγωγικότητας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι δύο χώρες θα επωφεληθούν από μια σημαντική δημοσιονομική ώθηση, σχεδιάζοντας να χρησιμοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος των δανειοδοτήσεων του Ταμείου για τη στήριξη και τη συγχρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων, στοιχεία που θα αυξήσου το ΑΕΠ κατά τουλάχιστον περίπου 7% στην Ελλάδα και 5% στην Πορτογαλία έως το 2026.
Η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και παραγωγικότητα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον συνδυασμό των επενδύσεων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν εντοπίσει ένα μεγάλο σύνολο θεσμικών μεταρρυθμίσεων, 68 και 37 αντίστοιχα, που στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης, του δικαστικού συστήματος και της αγοράς εργασίας.
Η μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ελληνικής κυβέρνησης δημιουργούν τα εχέγγυα ώστε να περάσουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις.
Οι δύο χώρες είχαν χαμηλότερη οικονομική απόδοση τα τελευταία 20 χρόνια και μετά την προσωρινή έκρηξη πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί, σε σχετικούς όρους, σχεδόν 55% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι καθυστερημένες οικονομικές επιδόσεις μεταξύ αυτών των δύο χωρών και των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ αντικατοπτρίζει ένα σταθερά χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων και μια σχετική συμπίεση στην αύξηση της παραγωγικότητας.