Οι θεσμοί πιέζουν, εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο, την κυβέρνηση να προχωρήσει σε διαδικαστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, όσον αφορά στο πλαίσιο για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις των τραπεζών έναντι του Δημοσίου, οι οποίες εκκρεμούν μια εξαετία.
Όταν η Ελληνική Δημοκρατία εγγυήθηκε, το 2015, τον συμψηφισμό αναβαλλόμενου φόρου, ακόμη και σε περίπτωση εμφάνισης ζημιών από τράπεζα/ες, επιτρέποντας στον επόπτη να συνυπολογίζει το 100% των οριστικών και εκκαθαρισμένων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credit - DTC) στα εποπτικά κεφάλαια, υπήρξαν θέματα που δεν ρυθμίστηκαν.
Δεν προβλέφθηκε, για παράδειγμα, να ισχύει η απαίτηση και στην περίπτωση που μια τράπεζα υπάγεται στη διαδικασία εξυγίανσης, παρότι είχε τεθεί σε ισχύ η οδηγία BRRD περί εξυγίανσης.
Παράλληλα εκκρεμεί ο καθορισμός τεχνικών λεπτομερειών για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που μια τράπεζα κλείσει χρήση με ζημιές και πρέπει να διενεργηθεί αύξηση κεφαλαίου, που καλύπτεται υποχρεωτικά από το Δημόσιο.
Για παράδειγμα, δεν έχει καθορισθεί αν τα κεφάλαια θα δίνονται με μετρητά ή με έκδοση ομολόγου, ενώ δεν θεσπίστηκε, παρότι είχε συζητηθεί επί υπουργίας Γκ. Χαρδούβελη, η δυνατότητα μεταβίβασης των δικαιωμάτων προαίρεσης από το Δημόσιο σε ιδιώτη/ες επενδυτή/ές.
Η Κομισιόν ζητούσε να επιλυθεί το θέμα ως τον Ιούνιο του 2020. Τώρα, κύκλοι της κυβέρνησης διαρρέουν ότι θα ψηφισθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Το εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι η υποχρέωση πλασάρεται επικοινωνιακά ως μεταρρύθμιση.
Στην τελευταία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΤτΕ επισημαίνει ότι σε περίπτωση καταγραφής ζημιάς από τράπεζα, η οποία έχει προχωρήσει σε hive-down, το Δημόσιο θα ζημιωθεί.
Και αυτό διότι η αύξηση υπέρ Δημοσίου θα διενεργηθεί από την τράπεζα και όχι από την εισηγμένη Συμμετοχών, με βάση υπολογισμού την εσωτερική τιμή της μετοχής. Αποτέλεσμα είναι να αποζημιωθεί το Δημόσιο με ποσοστό συμμετοχής αναντίστοιχο του ποσού που θα καταβάλει.