Την αντίδραση 10 κρατών-μελών της Ε.Ε. και ευρωπαϊκών ενεργοβόρων βιομηχανιών, μεταξύ αυτών κι εκείνων του κλάδου του αλουμινίου, έχει προκαλέσει η πρόταση της Κομισιόν για τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόσουν οι επιχειρήσεις, προκειμένου οι δραστηριότητές τους να κερδίζουν τον ορισμό των περιβαλλοντικά βιώσιμων και να χρηματοδοτούνται.
Η Κομισιόν προωθεί την πολιτική της ταξινόμησης (EU Taxonomy) περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της εφαρμογής του Green Deal, δηλαδή της «πράσινης» συμφωνίας για τη μετάβασης της Ε.Ε. στην κλιματική ουδετερότητα. Με βάση αυτόν τον κατάλογο, επιχειρηματικοί κλάδοι όπως η τσιμεντοβιομηχανία, η χαλυβουργία, η βιομηχανία αλουμινίου κ.λπ. θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να τυγχάνουν ευρωπαϊκής και εθνικής χρηματοδότησης, ενώ τα κριτήρια αυτά θα αποτελούν και κίνητρο για ιδιωτικές επενδύσεις.
Στις 18 Ιανουαρίου, οι Βρυξέλλες ανέβαλαν τη δημοσίευση της τελικής λίστας των αντιδράσεων καθώς 10 χώρες, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Κροατία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Τσεχία, η Μάλτα, η Σλοβακία και η Ουγγαρία, φέρονται να κατέθεσαν σχέδιο κειμένου με το οποίο εξέφραζαν τις ανησυχίες τους. Επίσης ζητούσαν, κατά τις πληροφορίες, το φυσικό αέριο να χαρακτηρίζεται ως καύσιμο μετάβασης στην καθαρή ενέργεια αλλά και να επιτρέπεται η χρήση υδρογόνου και από άλλες πηγές και όχι μόνο από τις ΑΠΕ.
Μία από τις πτυχές της υπόθεσης είναι πως τα μέτρα που θα υποχρεώνονται να εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες παραγωγής αλουμινίου ανεβάζουν υπέρμετρα τα κόστη λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από τον ανταγωνισμό ομοειδών επιχειρήσεων από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα. Τέτοια μέτρα είναι η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κάτι που προϋποθέτει την ηλεκτροδότηση των εργοστασίων αλουμινίου από ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια ή υδρογόνο. Αυτή η δυνατότητα όμως δεν υπάρχει στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Η Κίνα
Η ευρωβουλευτής της ΝΔ Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, σε άρθρο της που δημοσιεύει το Euractiv, τονίζει τις αντιφάσεις του EU Taxonomy, το οποίο πετυχαίνει τελικά αντίθετα αποτελέσματα. Όπως σημειώνει, υπονομεύει την προσπάθεια των Ευρωπαίων παραγωγών αλουμινίου να σταθούν στον ανταγωνισμό.
Η ίδια περιγράφει τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις πρωτογενούς παραγωγής αλουμινίου έναντι των Κινέζων ανταγωνιστών τους: «Η ικανότητα των παραγωγών πρωτογενούς αλουμινίου να πληρούν τα προτεινόμενα όρια των 100 gCO2/kWh και 270 gCO2/kWh για την περιεκτικότητα σε άνθρακα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν εξαρτάται αυστηρά από τη γεωγραφική τους θέση. Μόνο οι παραγωγοί που έχουν πρόσβαση σε τεράστιους όγκους πυρηνικής ή υδροηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια απαίτηση. Στην ΕΕ των 27, αυτός θα ήταν ένας ελάχιστος αριθμός εργοστασίων από τα μόλις 11 που εξακολουθούν να λειτουργούν, τα οποία έχουν ετήσια δυναμικότητα περίπου 2 εκατομμυρίων τόνων», αναφέρει η ευρωβουλευτής της ΝΔ και συνεχίζει κάνοντας τη σύγκριση με τις κινεζικές βιομηχανίες: «Συγκριτικά, η αναφερόμενη κινεζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ανέρχεται σε 14 εκατομμύρια τόνους και η περιεκτικότητα του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας σε άνθρακα υπερβαίνει κατά πολύ τα 600 g/kWh (εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα, παρά την αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας).
Η κα Ασημακοπούλου τονίζει επίσης στο άρθρο της και τις χώρες που θα πληγούν περισσότερο: «Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρή βιομηχανική βάση και σημαντικό μερίδιο της πρωτογενούς παραγωγής αλουμινίου, όπως η Ελλάδα, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, η Ρουμανία και η Σλοβενία, ο βαθμός εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειάς τους είναι πολύ μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ωστόσο, πολύ χαμηλότερος από εκείνον της Κίνας). Συνεπώς, οι παραγωγοί αλουμινίου στις χώρες αυτές θα αποκλείονταν αυτομάτως από τη βιώσιμη χρηματοδότηση, με βάση την ταξινόμηση της ΕΕ».