Το 2020 αποτέλεσε ένα έτος δοκιμασίας και καμπής τόσο για την παγκόσμια όσο και για την ελληνική οικονομία.
Οπως σημειώνει η Alpha Bank στην τακτική της έκδοση για την εγχώρια οικονομία, η πανδημική κρίση επιτάχυνε ραγδαία εξελίξεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται νωρίτερα, υποχρέωσε τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων όλων των χωρών να ακολουθήσουν πρωτόγνωρες και σχεδόν αιρετικές, μερικούς μήνες πριν την πανδημία, πολιτικές παρέμβασης και, τέλος, οδήγησε στην ανάληψη συντονισμένων πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, τις οποίες ουδείς ανέμενε τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, σε συνδυασμό με τη διαδικασία του Brexit, είχαν δημιουργήσει ήδη από τα προηγούμενα έτη ένα ανάχωμα στην τάση παγκοσμιοποίησης, όσον αφορά στη διασυνοριακή κίνηση προϊόντων και κεφαλαίων. Η πανδημία αποτέλεσε ένα ακόμη πλήγμα σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς διέκοψε προσωρινά όχι μόνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά, κυρίως, την ταξιδιωτική κίνηση, επιφέροντας ένα ισχυρό shock στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών.
Παράλληλα, ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι πολύ περισσότερο ψηφιακός. Σε περιοχές τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η εργασία από απόσταση και οι ηλεκτρονικές αγορές έλαβε χώρα μία συμπύκνωση ετών μετασχηματισμού μέσα σε μερικούς μόνο μήνες.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφασίστηκε η έκδοση συλλογικού χρέους, για πρώτη φορά, με σκοπό την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης, μέσω της συγκέντρωσης του ιλιγγιώδους ποσού των Ευρώ 750 δισ., ενώ, παράλληλα, τέθηκαν οι βασικές αρχές για την αξιοποίησή του, δίδοντας έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στην ψηφιακή οικονομία.
Στην Ελλάδα, η πανδημική κρίση έγινε αισθητή, κυρίως, ως μια διαταραχή της εξωτερικής ζήτησης, όπως φαίνεται από την κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο του έτους, γεγονός που αντανακλά τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εισερχόμενη τουριστική κίνηση.
Η επιβολή των δύο lockdowns, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2020, φαίνεται ότι είχε διακριτές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης, από την πλευρά των επιχειρήσεων, των ηλεκτρονικών εργαλείων πώλησης (ζήτηση) και της τηλεργασίας (παραγωγή) και της μικρότερης επίδρασης του εισερχόμενου τουρισμού, το τελευταίο τρίμηνο του έτους, συγκριτικά με το δεύτερο τρίμηνο.
Ένα σημαντικό μάθημα για τη μελέτη τόσο ισχυρών και αιφνίδιων shocks από τους οικονομικούς αναλυτές ήταν ότι η αξιοποίηση των δεδομένων κινητικότητας της κοινότητας (π.χ. Google trends) αποτελούν πιο έγκυρο και χρησιμότερο «πρόδρομο δείκτη» για την πορεία του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ, σε σχέση με τους παραδοσιακούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι δημοσιεύονται με σχετική, χρονική υστέρηση.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε άνευ προηγουμένου διαστάσεις, χωρίς ουδεμία υποχώρηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου, καθώς το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ακολούθησε πτωτική πορεία, υποστηριζόμενο από τη μη συμβατική, επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησαν σε σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης στη χώρα μας. Ιδιαίτερα δε, η πιστωτική πολιτική που υιοθετήθηκε από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αύξηση του δανεισμού προς τις ελληνικές επιχειρήσεις που πλήττονταν από την πανδημική κρίση. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%.
Τέλος, σημαντικό χαρακτηριστικό της χρονιάς που φεύγει ήταν η επιτάχυνση της πορείας ανόδου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, εξέλιξη που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας των lockdowns και, κυρίως, της αυξημένης αβεβαιότητας για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Ποιοι θα είναι όμως οι καταλύτες για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας την επόμενη χρονιά;
Πρώτον, ο βαθμός στον οποίο τα εμβολιαστικά προγράμματα θα απελευθερώσουν την ταξιδιωτική κίνηση και την ιδιωτική κατανάλωση, και δεύτερον, η ενεργοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ-27 (“Next Generation EU”, NGEU).
H αποτελεσματικότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης των τουριστών, θα προσδιορίσει το βαθμό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της κινητικότητας του πληθυσμού. Κρίσιμη παράμετρος για τη σταδιακή επάνοδο του τουρισμού είναι η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η υποχώρηση της ανάγκης κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Η επάνοδος στην κανονικότητα, σε αυτό το πεδίο, πιθανότατα να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών.
Η προοπτική πρόσβασης στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, δύναται να ενισχύσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν θα κατευθυνθούν κυρίως στην πράσινη και στην ψηφιακή ανάπτυξη. Συνολικά, κατά την περίοδο 2021-2026, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί με ευρώ 32 δισ., εκ των οποίων ευρώ 19,3 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και ευρώ 12,7 δισ. αφορούν δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο και όρους. Ειδικά για το 2021, αναμένεται να αντληθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων ευρώ 2,6 δισ. περίπου από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) και ευρώ 1,6 δισ., από την πρωτοβουλία REACT-EU , καθώς και ευρώ 1,3 δισ. με τη μορφή δανείων.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2021, τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις κατά ποσοστό 70% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος. Οι θετικές επιδράσεις του προγράμματος αναμένεται ότι θα είναι άμεσες, οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, αλλά και έμμεσες, μέσω των πολλαπλασιαστών της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων. Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η προχρηματοδότηση από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα ανέλθει σε 10% των συνολικών επιχορηγήσεων και δανείων, ενώ αναμένεται η απορρόφηση των κονδυλίων να σημειώσει επιτάχυνση προς τα τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου.
Η αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας, όχι μόνο για να στηριχτεί η οικονομία μετά την τεράστια ζημία που προκάλεσε η πανδημική κρίση αλλά και για να προσαρμοστεί, με ταχύ ρυθμό, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Το κυριότερο, όμως, είναι να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που σωρεύθηκε, κατά την οικονομική ύφεση της περασμένης δεκαετίας. H έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί καταλύτη για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγήσει τις πραγματικές επενδύσεις να προσεγγίσουν τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ το 2021. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 23,2% και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αποτελέσουν τις ισχυρότερες συνιστώσες της αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.
Τα κονδύλια του RRF, σύμφωνα τον Προϋπολογισμό του 2021, αναμένεται να προσθέσουν περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες (2,1%) στην αύξηση του ΑΕΠ το 2021. Παράλληλα, στο πλαίσιο των δράσεων του ΕΣΠΑ 2014-2020, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στους τομείς των μεγάλων έργων υποδομών (οδικά έργα, σιδηρόδρομοι, μετρό κ.λπ.), της επιχειρηματικότητας (κυρίως στους τομείς της μεταποίησης και του τουρισμού), της δημιουργίας απασχόλησης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της υγείας και της πρόνοιας και των έργων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, αλλά και τα μέτρα που έλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος αλλά και η παροχή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, προς τους εργαζόμενους των κλάδων που έχουν πληγεί από την πανδημία, η στήριξη των ανέργων κ.λπ., είχαν σημαντική επίπτωση και στα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2021, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, υπό όρους ενισχυμένης εποπτείας, εκτιμάται σε -7,2% του ΑΕΠ (ευρώ 11,8 δισ.) το 2020 και -3,9% του ΑΕΠ (ευρώ 6,7 δισ.) το 2021. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να ανέλθει στο 208,9% του ΑΕΠ το 2020, πριν εισέλθει και πάλι σε μια πτωτική πορεία το 2021, φθάνοντας το 199,6% του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της οικονομικής ανάκαμψης, δηλαδή της αύξησης του παρονομαστή του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η προσπάθεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών κινδύνων. Θα πρέπει να διευκρινισθεί, καταρχάς, ότι το φαινόμενο των ελλειμματικών δημοσιονομικών ισοζυγίων, για το 2020 και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, για το επόμενο έτος, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο. Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, λόγω της πανδημίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, οι αποδόσεις των χρεογράφων της Ελληνικής Κυβέρνησης παρέμειναν σε πτωτική τάση, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους που χαρακτηρίζεται από χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, για τα επόμενα δύο χρόνια, μια μακρά μέση περίοδο λήξης και σταθερά επιτόκια. Η ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από τους διεθνείς επενδυτές παραμένει υψηλή, καθώς η χώρα διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, ενώ, παράλληλα, στηρίζεται από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εξαιτίας της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme, PEPP) της ΕΚΤ.