Τον ακριβή προσδιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα προκύψουν μετά την άρση των προσωρινών αναστολών καταβολής δόσεων (moratoria) ζητά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με όσα αναφέρει η ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι τράπεζες, κατά την επικαιροποίηση των στόχων τριετίας για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (Non Performing Exposures - NPEs), που υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), συμπεριέλαβαν εκτιμήσεις για το ύψος των προβληματικών δανείων από τα δάνεια σε moratoria.
Με δεδομένο ότι η απεικόνισή τους στις λογιστικές καταστάσεις θα καθυστερήσει, καθώς στις 31/12/2020 ο μεγαλύτερος όγκος των αναστολών θα είναι σε ισχύ, η ΕΚΤ ζητά από τις τράπεζες να διενεργήσουν ασκήσεις βιωσιμότητας για τους πελάτες τους (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) που εντάχθηκαν σε προγράμματα αναστολής δόσεων. Τα αποτελέσματα των ασκήσεων θα αποσταλούν στην ΕΚΤ.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures - NPEs) ανήλθαν, σε επίπεδο Ελλάδας, στο τέλος Σεπτεμβρίου σε 58,7 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισ. ευρώ, συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά περίπου 48,5 δισ. ευρώ, έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδό τους.
Η υποχώρηση του αποθέματος, κατά τη διάρκεια του 2020, οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 6,8 δισ. ευρώ και σε διαγραφές ύψους 1,7 δισ. ευρώ και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων/ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.).
Επισημαίνεται ότι η υπαγωγή μεγάλου μέρους των ενήμερων δανείων σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2020 συγκράτησε την εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ο λόγος των NPEs προς το σύνολο των δανείων (NPE ratio) παρέμεινε υψηλός (35,8%) τον Σεπτέμβριο του 2020. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος Ιουνίου του 2020, ο αντίστοιχος δείκτης ανήλθε σε 2,9% (όσο και το αντίστοιχο μέγεθος για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό).
Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, το NPE ratio διαμορφώθηκε σε 39,5% για το στεγαστικό, 47,4% για το καταναλωτικό και 32,2% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Όσον αφορά τη διάρθρωσή τους, σε απόλυτα μεγέθη, το 54% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 35% στεγαστικά και το 11% καταναλωτικά δάνεια.
Επίσης, το 51,6% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 27,1% δάνεια αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”) και το 21,3% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Ο δείκτης κάλυψης από συσσωρευμένες προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος σε 43,8%.
Εντός του 2020 υλοποιήθηκαν, σύμφωνα με την έκθεση, σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των NPEs. Αυτές αφορούν στην πραγματοποίηση τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, με ενεργοποίηση του μηχανισμού «Ηρακλής» και την ψήφιση του νόμου 4738/2020 που βελτιώνει πολλές πτυχές του πτωχευτικού δικαίου.
Καθώς όμως, ακόμη και μετά τις ενέργειες αυτές, τα NPEs θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο και δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει νέα εισροή, λόγω της πανδημίας, είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν και άλλες, συμπληρωματικές του «Ηρακλή» λύσεις.
Στην κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποβάλει στην κυβέρνηση πρόταση για τη δημιουργία μιας εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company-AMC), η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση ενός σημαντικού ποσοστού NPEs, ενώ παράλληλα η πρόταση προβλέπει και την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Μία συνολική και άμεση παρέμβαση στο πρόβλημα θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους, σύμφωνα με την ΤτΕ, θα διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη διατηρήσιμης οργανικής κερδοφορίας και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας τα διευκολυντικά μέτρα που έχουν ληφθεί, στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τα μέτρα ενίσχυσης ρευστότητας που έχει υιοθετήσει η πολιτεία.
Θα έχει επίσης σειρά άλλων ευεργετικών επιδράσεων, όπως η ουσιαστική βελτίωση της επενδυσιμότητας των ελληνικών τραπεζών, καθώς και της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό το γεγονός χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί, στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.