Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας διατηρούν Τράπεζα της Ελλάδος και κυβέρνηση κρίσιμες λεπτομέρειες του σχεδίου σύστασης εθνικής bad bank (Asset Management Company), το οποίο επεξεργάστηκε, με τη βοήθεια συμβούλων, η κεντρική τράπεζα και στοχεύει να υποβοηθήσει την προσπάθεια δραστικής μείωσης των «κόκκινων» δανείων, χωρίς να δημιουργηθούν θέματα κεφαλαιακής επάρκειας.
Η πρόταση για τη σύσταση Asset Management Company έχει κατατεθεί σε κυβέρνηση και θεσμούς εδώ και περίπου ένα μήνα, ενώ αυτή την εβδομάδα παρουσιάστηκε στους διευθύνοντες συμβούλους των συστημικών τραπεζών.
Οι τραπεζίτες έλαβαν γνώση του γενικού περιγράμματος της πρότασης, καθώς η παρουσίαση δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες. Αντίστοιχης λογικής είναι και οι ανεπίσημες παρουσιάσεις που έχουν διενεργήσει οι σύμβουλοι της TτΕ σε επιλεγμένους επενδυτές, προκειμένου να πάρουν μια πρώτη γεύση των αντιδράσεων της αγοράς. Ως εκ τούτου, η αγορά δεν έχει ακόμη αντιληφθεί το πιο σημαντικό τμήμα της πρότασης: πώς, δηλαδή, θα ετεροχρονίζεται η εγγραφή ζημιάς για τις τράπεζες, όταν ολοκληρώνεται η συναλλαγή της τιτλοποίησης.
Στις τιτλοποιήσεις που συμμετέχουν στο πρόγραμμα «Ηρακλής», το Δημόσιο εγγυάται τις ομολογίες πρώτης εξασφάλισης (senior notes), το 100% των οποίων διακρατεί η τράπεζα. Οι επενδυτές καλούνται να αποτιμήσουν τις ομολογίες μεσαίας εξασφάλισης (mezzanine notes). Η διαφορά μεταξύ ονομαστικής αξίας και τιμήματος που δίνει ο προτιμητέος επενδυτής για τις mezzanine notes αποτελεί τη ζημιά της τιτλοποίησης, την οποία εγγράφει η τράπεζα με την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
Η πρόταση της TτΕ προβλέπει, όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr, την εθελοντική μεταφορά χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων (Non Performing Exposures - NPEs) από τις τράπεζες στην Asset Management Company (AMC) στην καθαρή λογιστική τους αξία. Ως αντάλλαγμα, οι τράπεζες λαμβάνουν ομολογίες χωρίς rating, που αντικρίζονται από το χαρτοφυλάκιο δανείων.
Εν συνεχεία η AMC τιτλοποιεί το χαρτοφυλάκιο, με πώληση στον προτιμητέο επενδυτή τουλάχιστον του 50% συν μία των ομολογιών πρώτης εξασφάλισης και «φέτας» των ομολογιών ενδιάμεσης διαβάθμισης, ώστε να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις απο-αναγνώρισης του χαρτοφυλακίου δανείων από τις τράπεζες.
Η Asset Management Company θα «προικιστεί» με κρατική εγγύηση, ώστε να αποτελέσει το «εργαλείο» κάλυψης της ζημιάς μεταξύ καθαρής λογιστικής αξίας στην οποία μεταβιβάζουν οι τράπεζες τα χαρτοφυλάκια και της πραγματικής τους αξίας, όπως προκύπτει από το πλάνο χρηματοροών.
Η κρατική εγγύηση, όμως, στο σχέδιο της TτΕ δεν συνδέεται με τους senior notes τίτλους, αλλά παραμένει ένας αυτόνομος «κουβάς». Για την κάθε τιτλοποίηση θα παρέχεται ονομαστική εγγύηση. Τι μέρος της αξίας των senior και ενδεχομένως των mezzanine notes θα καλύπτει η εγγύηση δεν έχει διαρρεύσει.
Το ύψος και ο ρόλος της ονομαστικής κρατικής εγγύησης, καθώς και το πώς θα καταπίπτει σταδιακά εκτιμάται από αναλυτές ότι θα κρίνει αν το σχέδιο είναι λειτουργικό ως προς τον βασικό στόχο εγγραφής της ζημιάς από τις τράπεζες σε βάθος επταετίας.
Υπενθυμίζεται ότι στόχευση αποτελεί ο συμψηφισμός της ζημιάς, με σταδιακή διαγραφή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credit - DTC), ώστε να μην υποχωρήσει κάτω από το ελάχιστο εποπτικό όριο η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Παράλληλα, οι τράπεζες θα πληρώνουν, από τον πρώτο χρόνο, ασφάλιστρο κινδύνου για την κρατική εγγύηση. Τα έσοδα του Δημοσίου από τις παραπάνω προμήθειες θα συλλέγονται σε έναν «κουμπαρά», ο οποίος προτείνεται να αντικρίζει την παρασχεθείσα κρατική εγγύηση.
Έτσι, επιτυγχάνεται ο στόχος να αντιμετωπισθεί, με το ίδιο σχέδιο, το πρόβλημα των NPEs και των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι οποίες ανέρχονταν τον Μάρτιο του 2020 σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.
Ταυτόχρονα, είναι πιθανόν να μην επέλθει δημοσιονομικό κόστος καθώς οι προμήθειες που θα (προ)καταβάλουν οι τράπεζες θα καλύψουν μέρος της ζημιάς. Τέλος, δεν θα τρωθούν, με εφάπαξ διαγραφές, τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Αναλυτικές πληροφορίες θα λάβει η αγορά, εφόσον το σχέδιο υιοθετηθεί από την κυβέρνηση. Η αξιολόγησή του έχει ανατεθεί από το υπουργείο Οικονομικών στη γαλλική επενδυτική τράπεζα Lazard.