Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, το 2020 θα υπάρξει μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 7.5% και στη συνέχεια ανάκαμψη της τάξεως του 5.5% το 2021, δήλωσε ο Παύλος Μυλωνάς στην τοποθέτησή του στο συνέδριο του Economist.
Όπως, δε, συμπλήρωσε, η απότομη μείωση της παραγωγής αναμένεται να οδηγήσει σε πτώση των πωλήσεων κατά περίπου 20% ή €50 δισ. το 2020, η οποία προβλέπεται να είναι παροδική και να αντιστραφεί το 2021, καλύπτοντας πιθανώς πάνω από τα 2/3 της συρρίκνωσης του 2020.
Οι επιχειρήσεις θα μειώσουν όσο μπορούν τα μεταβλητά λειτουργικά τους έξοδα, παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, θα υπάρξει έλλειμμα ρευστότητας της τάξεως των €30 δισ. Η κυβέρνηση ορθώς έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή μια δέσμη μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις, αναστολή πληρωμής τόκων, διευκολύνσεις για ενοίκια και προγράμματα στήριξης της απασχόλησης, τα οποία υπολογίζουμε θα προσθέσουν άλλα €12 δισ. στον επιχειρηματικό τομέα, συμπλήρωσε.
«Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει δύο προγράμματα εγγύησης δανείων, που δυνητικά θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων τραπεζικών δανείων αξίας περίπου €9 δισ. Τέλος, οι τράπεζες έχουν προσφέρει τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών δανείων μέχρι το τέλος του 2020 στους επιχειρηματικούς τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς και τη δυνατότητα άντλησης των εγκεκριμένων πιστωτικών ορίων τους. Μην υποτιμάτε καθόλου πόσο δύσκολο είναι για τις τράπεζες να επιλέξουν ποιες επιχειρήσεις θα είναι οι βιώσιμες στη μετα-Covid εποχή, καθώς και πόσο δύσκολο είναι να προχωρήσουν σε δανειοδότηση μέσα σε κλίμα έντονης οικονομικής συρρίκνωσης».
«Οι προσπάθειες αυτές φαίνεται ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, προσφέροντας έτσι μια γέφυρα προς ένα περισσότερο ευοίωνο και υγιέστερο 2021, με ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην απασχόληση: επιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται να φτάσουν σε απώλεια 170.000 θέσεων πλήρους απασχόλησης μέχρι το τέλος του 2020. Με δύο επιφυλάξεις όμως: τα κεφάλαια πρέπει να κατευθυνθούν προς επιχειρήσεις που πραγματικά χρειάζονται τη στήριξη στη ρευστότητά τους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για εσφαλμένη κατανομή πόρων. Και δεύτερον: οι πελάτες που έχουν ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτού του είδους τη χρηματοδότηση, γεγονός που θα κάνει την ανάκαμψή τους ακόμη πιο δύσκολη.
«Ας σταθούμε τώρα στο θέμα των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Η αναστολή πληρωμής δόσεων και τόκων προσφέρθηκε μέχρι το τέλος του 2020 σε νοικοκυριά και εταιρείες που επλήγησαν από την Covid-19. Αυτά αντιστοιχούν σε περίπου 20 δισ. ευρώ. Υπάρχει η ανησυχία ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων το 2021. Το τέλος της αναστολής πληρωμών μπορεί να οδηγήσει το δανειολήπτη σε αδιέξοδο, όταν ξαφνικά η δόση του δανείου του επανέλθει από μηδέν στο πλήρες ποσό της - κάτι που για κάποιους δανειολήπτες μπορεί να αποδειχθεί δυσβάστακτο. Αναμφίβολα, θεωρώ ότι ένα σημαντικό μερίδιο από τα €20 δισ. θα καταφέρουν να επανέλθουν. Παρ’ όλ’ αυτά, οι τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν αυτούς που χρειάζονται χρόνο για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις προ πανδημίας -για παράδειγμα ζητώντας από τους δανειολήπτες το 50% της δόσης για το έτος 2021. Βέβαια, είμαστε σε συζητήσεις με τις εποπτικές αρχές για τη δυνατότητα μιας τέτοιας σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, όπως κάναμε και στην περίπτωση της εφαρμογής της αναστολής πληρωμών.
»Στην περίπτωση αυτή, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα είναι ένα υποσύνολο των συνολικών οφειλετών που είχαν ζητήσει αναστολή πληρωμών. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι συνεπείς δανειολήπτες που επηρεάστηκαν από τους περιορισμούς κίνησης στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας δικαιούνταν αναστολή πληρωμών. Μας έκανε θετική εντύπωση πόσο λίγοι τελικά, από τα εξυπηρετούμενα δάνεια συνολικού ύψους περίπου €105 δισ., ζήτησαν την ένταξη στο συγκεκριμένο μέτρο.
»Επιστρέφοντας στο θέμα των καινούργιων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων λόγω Covid-19, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβεί σε προκαταρκτικές εκτιμήσεις για περίπου €10 δισ., ή περίπου το ήμισυ των δανείων με αναστολή πληρωμών. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι το τρέχον υπόλοιπο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ανέρχεται σε περίπου €60 δισ. στις 30 Ιουνίου από το υψηλό επίπεδο των περίπου €110 δισ. κατά την έναρξη της κρίσης.
»Εάν οι εκτιμήσεις αυτές αποδειχθούν σωστές, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα αντιμετωπιστούν μέσω μιας επιπλέον τιτλοποίησης (πώλησης) χαρτοφυλακίου δανείου μεσαίου μεγέθους, από κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες. Μία τέτοια κίνηση δεν θα είναι ιδιαίτερη δύσκολη αν ληφθεί υπόψη η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην αγορά αυτή μέχρι σήμερα. Έστω αν αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα Ηρακλής θα πρέπει να αυξηθεί αντίστοιχα για να καλύψει αυτό το ενδεχόμενο.
»Τέλος, και για να ολοκληρώσω, θα ήθελα να πω λίγα λόγια για το θεσμικό πλαίσιο, και συγκεκριμένα για το νέο πτωχευτικό νόμο που βρίσκεται τώρα στο στάδιο της επεξεργασίας. Ίσως έχετε κουραστεί να με ακούτε να τονίζω σε κάθε δημόσιο φόρουμ πόσο σημαντικό είναι να λειτουργεί ομαλά το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να διευθετούνται τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα γρήγορα και αποτελεσματικά. Αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο για την Ελλάδα όπου το επίπεδό τους είναι ιδιαίτερα υψηλό. Δεν θα αναφερθώ στις λεπτομέρειες, απλώς θέλω να τονίσω ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται εύκολα και να είναι μέσα στα πλαίσιο δυνατοτήτων της δημόσιας διοίκησης, και ειδικότερα του δικαστικού συστήματος.
Από αυτήν την άποψη, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι περίπλοκο γιατί συνδυάζει:
i. Εξωδικαστικούς διακανονισμούς
ii. Πτωχευτικούς νόμους τόσο για νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις, και
iii. Κοινωνική πολιτική
»Απαιτεί δηλαδή τη δημιουργία πολύπλοκων κρατικών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων και μιας πλατφόρμας και ενός αλγόριθμου για τον καθορισμό των αναδιαρθρώσεων, ενώ συγχρόνως εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των δικαστηρίων. Πιστεύω ότι πολλά από τα ζητήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν και η συνεργασία μας με τις αρχές σε αυτό το θέμα έχει αποδειχθεί πολύ εποικοδομητική. Αλλά η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι ένας νόμος που απαιτεί χρόνο για την εφαρμογή του είναι πιθανό να στρεβλώσει τη συμπεριφορά του οφειλέτη».