Η ελληνική οικονομία έχει πληγεί σημαντικά λιγότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες από το ξέσπασμα της Covid-19, εκτιμά η Citigroup. Τα μέτρα περιορισμού ήταν λιγότερο αυστηρά από ό,τι αλλού και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μικρότερη μείωση στο ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου (-1,6% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019) και η Citigroup αναμένει μια αναλογικά μικρότερη απώλεια στο δεύτερο τρίμηνο.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο οίκος, η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό, που αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ΑΕΠ, όταν λαμβάνονται υπόψη οι άμεσοι και έμμεσοι δεσμοί, συνεπάγεται ότι οι πιο αρνητικές επιπτώσεις από το σοκ της Covid-19 θα γίνουν αισθητές το καλοκαίρι.
Η Ελλάδα εμφανίζει μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα στις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, το μεγαλύτερο μεταξύ των συνηθισμένων προορισμών διακοπών της Ευρωζώνης (8,2% του ΑΕΠ το 2019). Με τις διεθνείς τουριστικές ροές να υποφέρουν σημαντικά από την επιδημία Covid-19, η Citi αναμένει από την Ελλάδα να υποφέρει για μακρύτερη περίοδο κάτω από την κανονική ανάπτυξη, πιθανώς έως το 2021. Η αμερικανική τράπεζα βλέπει το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά περίπου 7 % το 2020, ακολουθούμενο από ανάκαμψη 3,7% το 2021. Η εκτίμηση της Citi μειώθηκε περαιτέρω κατά 0,2% φέτος σε σχέση με τον Ιούνιο για το 2020 και 0,3% για το 2021.
Αναφορικά με την ιδιωτική κατανάλωση, εκτιμά ότι η ανάκαμψη του 2021 θα είναι αναιμική, της τάξεως του +0,8%, ενώ το έλλειμμα της κυβέρνησης θα ανέλθει στο 5,7% φέτος και στο 5,1% το 2021, στα 9,9 δισ. ευρώ και στα 8,96 δισ. ευρώ, αντίστοιχα.
Η Citigroup προβλέπει ότι ο δείκτης χρέος προς ΑΕΠ από το 177% θα κινηθεί στο 200% φέτος και στο 201% το 2022. Επίσης υπολογίζει ότι το ΑΕΠ το 2022 δεν θα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2019. Το consensus των οικονομολόγων τοποθετεί την πτώση του ΑΕΠ φέτος στο 8% και την ανάκαμψη του 2021 στο 5,3%.
Το δημοσιονομικό περιθώριο παραμένει άφθονο παρά τα υψηλά επίπεδα χρέους. Η νίκη του συντηρητικού κόμματος στις εκλογές του 2019 σημαίνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από μερικά χρόνια. Αυτό είναι πιθανό να επιτρέψει σημαντική δημοσιονομική ευελιξία στην Ελλάδα εν μέσω της κρίσης της Covid-19, σημειώνει ο οίκος.
Η πιθανή ανάπτυξη παραμένει αδύναμη
Η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη παραμένει αδύναμη, απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών, επισημαίνει η Citigroup.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης μέχρι στιγμής, συμπεραίνει.
Η εγχώρια αποταμίευση εξακολουθεί να μην επαρκεί για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 65% από το 2007. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόταση του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, η Ελλάδα θα ήταν ένας από τους κύριους καθαρούς δικαιούχους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) των κεφαλαίων ανάκτησης. Αναμένουμε ότι αυτοί οι πόροι θα βοηθήσουν στην αύξηση του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (2022-2024), καταλήγει ο διεθνής οίκος.