Την ανάγκη να εισέλθει η οικονομία σε ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξης και να αξιοποιήσει παραγωγικά η χώρα μας την σημαντική ευκαιρία εισροής πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του, σε ειδική έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank, κ. Βασίλειος Θ. Ράπανος.
Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank χαρακτηρίζει το τραπεζικό σύστημα «αιμοδότη όλων των επενδυτικών ευκαιριών», επισημαίνοντας ότι οι τράπεζες αποτελούν αρωγό για την οικονομική ανάπτυξη, «στο πλαίσιο των κανονισμών που έχουν θέσει οι ευρωπαϊκές τραπεζικές αρχές και των κανόνων ορθολογικής διαχείρισης».
Αναλυτικά:
Είναι αναμφισβήτητο ότι η πανδημία ανέκοψε την πορεία ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο και, φυσικά, στη χώρα μας. Μετά την επιτυχή για την Ελλάδα πολιτική ελέγχου της εξάπλωσης του ιού και με την ελπίδα αποφυγής ενός νέου κύματος πανδημίας, το κρίσιμο ζήτημα είναι με ποιον τρόπο θα μπορέσει η οικονομία μας να μπει σε ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξης. Εν όψει μάλιστα της σημαντικής εισροής πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα επόμενα χρόνια, τίθεται το ερώτημα για το πώς η χώρα μας θα αξιοποιήσει παραγωγικά τη σημαντική αυτή ευκαιρία. Αισιοδοξώ ότι η Επιτροπή υπό τον καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη θα δώσει τις κατευθύνσεις εκείνες που θα βοηθήσουν την οικονομία μας να αλλάξει το αναπτυξιακό της μοντέλο.
Η πείρα του παρελθόντος στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες μάς διδάσκει ότι η διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν είναι μόνο θέμα πόρων, αλλά και θεσμών και μηχανισμών αποτελεσματικής διαχείρισης των διαθέσιμων ανθρώπινων και υλικών πόρων. Το μεγάλο μάθημα της ελληνικής κρίσης, τη δεκαετία του 2010, ήταν ότι η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση δεν αποδίδεται μόνον στις πολιτικές λιτότητας που ακολουθήθηκαν αλλά και στο ανεπαρκές θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο.
Ομολογουμένως, στη δεκαετία της κρίσης έγιναν αρκετές θεσμικές αλλαγές, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει γίνει ακόμη ελκυστική σε ιδιωτικές επενδύσεις. Γι' αυτό και πιστεύω ότι η νέα στρατηγική πρέπει να αποβλέπει τόσο στη βελτίωση της αποδοτικότητας του κράτους όσο και στο να γίνει η χώρα μας φιλική στις παραγωγικές επενδύσεις. Ο κατάλογος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων είναι μακρύς και γνωστός. Γι' αυτό θα περιοριστώ σε δύο μεγάλους χώρους για να αναδείξω κάποιες όψεις που, συνήθως, αγνοούνται από τους πολιτικούς και τους αναλυτές.
Η κρίση του κορωνοϊού ανέδειξε εναργέστατα τις αδυναμίες, αλλά και τις δυνατότητες, του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Αν και η αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν αποτελεσματική, όλοι αναγνώρισαν ότι υπήρχαν ελλείψεις σε υλικά και προσωπικό. Όλο σχεδόν το πολιτικό σύστημα της χώρας συναινεί στο ότι το ΕΣΥ πρέπει να ενισχυθεί. Μέσα σε αυτό το κλίμα της συναίνεσης, μήπως πρέπει να δούμε και το πώς διοικούνται τα νοσοκομεία μας; Πώς γίνεται η οικονομική τους διαχείριση; Τα νοσοκομεία της χώρας μας είναι τεράστιοι οικονομικοί οργανισμοί, αλλά ποτέ δεν έχουμε δει να δημοσιεύουν ισολογισμούς, να ελέγχονται από ορκωτούς ελεγκτές, να λογοδοτούν γενικά. Στο νομικό μας πλαίσιο και η πιο μικρή ιδιωτική ΑΕ και ΕΠΕ οφείλει να δημοσιοποιεί τα οικονομικά της στοιχεία και να ελέγχεται.
Δεν πρέπει να γίνεται το ίδιο και για τους φορείς του Δημοσίου; Τα τελευταία χρόνια βασικό μέλημα των Ευρωπαϊκών Αρχών αλλά και διεθνών οργανισμών είναι τα θέματα εταιρικής διακυβέρνησης. Υπάρχουν σύγχρονοι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης για τα νοσοκομεία και τους άλλους φορείς του Δημοσίου στη χώρα μας;
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο σημαντικό θέμα, που θεωρείται κομβικό για τις επενδύσεις, εκείνο της φορολογίας. Είναι αλήθεια ότι όλες οι κυβερνήσεις, από τη Μεταπολίτευση και μετά, προχωρούν σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις και με αυτό εννοούν αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές. Η πιο μεγάλη και σημαντική τομή που έγινε τα τελευταία χρόνια είναι η δημιουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Τα αποτελέσματα από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της είναι ενθαρρυντικά. Το φορολογικό μας σύστημα όμως, όχι μόνον εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά αλλάζει σχεδόν κάθε χρόνο. Με βάση τους δείκτες που δημοσιεύονται από ερευνητικά ιδρύματα, το φορολογικό μας σύστημα, ιδίως για τις εταιρείες, είναι από τα λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς. Σύμφωνα με το Tax Foundation για την ανταγωνιστικότητα της φορολογίας εταιρειών, η Ελλάδα κατέχει την 29η θέση στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ. Με βάση έρευνα που δημοσιεύει το Institute for Taxation and Accounting, Ludwig-Maximilians - Universitat για την πολυπλοκότητα της εταιρικής φορολογίας, η Ελλάδα κατέχει την 86η θέση ανάμεσα στις 100 πιο ανεπτυγμένες χώρες. Το ίδιο Ινστιτούτο δημοσιεύει και μία άλλη κατάταξη για την ελκυστικότητα του εταιρικού φορολογικού συστήματος, και σε αυτήν η Ελλάδα κατέχει την 82η θέση. Οι επιδόσεις αυτές αποκαλύπτουν ότι δεν αρκεί μια χώρα να έχει χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για να γίνει φιλική στους επενδυτές. Ίσως πιο σημαντικό είναι να έχει ένα απλό, σταθερό και αξιόπιστο σύστημα, με αποτελεσματικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.
Τέλος, θα κάνω μια σύντομη αναφορά στον κλάδο που αποτελεί τον αιμοδότη όλων των επενδυτικών ευκαιριών, το τραπεζικό σύστημα. Αν και δεν υπήρξε αίτιο της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας, εν τούτοις υπέστη τις δυσμενείς της συνέπειες όσο κανένας άλλος κλάδος της οικονομίας. Αυτή την περίοδο κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να απαλλαγεί από το άγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενώ έχει αρχίσει να χρηματοδοτεί και πάλι επενδυτικές δραστηριότητες σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Σίγουρα, οι ανάγκες είναι μεγάλες αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η χρηματοδότηση της οικονομίας δεν γίνεται από πόρους των «κακών» τραπεζιτών, αλλά από χρήματα των καταθετών και τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν χρέος να τα διοχετεύουν σε επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να τα αποπληρώσουν. Στη σημερινή συγκυρία, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν την κρίση, οι τράπεζες είναι αρωγός, αλλά μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που έχουν θέσει οι ευρωπαϊκές τραπεζικές αρχές και τους κανόνες ορθολογικής διαχείρισης.
Σε μία εποχή εξαιρετικά αβέβαιη, το καλύτερο μήνυμα που πρέπει να σταλεί στις αγορές αλλά και όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είναι η προοπτική μιας άλλης οικονομικής πολιτικής που θα διασφαλίζει υγιή δημοσιονομική διαχείριση, θα προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις, θα ανταμείβει όσους εργάζονται σκληρά και θα προστατεύει τους αδύναμους. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τους θεσμούς και τη λειτουργία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.