Ακόμα τρέχουν στις εταιρείες ταχυμεταφορών προκειμένου να ισορροπήσουν την κατάσταση στην αγορά μετά την τεράστια αύξηση που σημειώθηκε στις ηλεκτρονικές παραγγελίες και παραδόσεις την περίοδο της πανδημίας. Ενώ τα στελέχη του κλάδου θεωρούν πως η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί, έχει δημιουργηθεί τόσο μεγάλος όγκος καθυστερημένων αποστολών που δυσκολεύονται να προβλέψουν πότε η αγορά θα επιστρέψει σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας.
Οι εταιρείες του κλάδου, που εξυπηρετούσαν περίπου 315.000 αποστολές ανά εργάσιμη ημέρα πριν την καραντίνα, είδαν ξαφνικά να εκτινάσσεται το νούμερο στις 465.000 αποστολές ημερησίως με αποτέλεσμα τα γνωστά προβλήματα με τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις.
Όπως υποστηρίζουν κύκλοι της ACS, της μεγαλύτερης εταιρείας του κλάδου, οι ταχυμεταφορείς ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν μια αύξηση της τάξης του 15%, αλλά όχι και τον διπλασιασμό σχεδόν της ζήτησης που παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά για τις παραδόσεις στα σπίτια, και η οποία συνεχίζεται εδώ και περίπου ένα μήνα.
Η αύξηση αυτή της ζήτησης για online αγορές «οδήγησε σε αύξηση των αποστολών για παράδοση στην πόρτα του καταναλωτή κοντά στο 80% (Β2C), ενώ στο σύνολο των αποστολών η αύξηση ήταν περίπου 50%, καθώς το κομμάτι των επιχειρήσεων (Β2Β) παρουσίασε κάμψη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, πριν την εκδήλωση της πανδημίας, η αγορά ταχυμεταφορών στο σύνολό της διεκπεραίωνε κατά μέσο όρο 315.000 αποστολές / εργάσιμη ημέρα (περίπου 80 εκατομμύρια αποστολές / έτος), απασχολώντας περισσότερους από 9.000 εργαζομένους».
Στην ACS υποστηρίζουν πως για να εξυπηρετηθούν οι επιπλέον περίπου 150.000 αποστολές ανά ημέρα που προέκυψαν από το lock down, χωρίς προβλήματα και καθυστερήσεις, θα έπρεπε σε μία μόλις ημέρα να προσληφθούν και να εκπαιδευτούν περίπου 3.000 άνθρωποι για την τελική διανομή και να αγοραστεί ο αντίστοιχος εξοπλισμός για τις παραδόσεις (αυτοκίνητα, δίκυκλα, κλπ.). Παράλληλα, θα χρειαζόταν να ενισχυθεί και το ανθρώπινο δυναμικό στα κέντρα διαλογής κατά περίπου 50% (δηλαδή τουλάχιστον 400 νέοι εργαζόμενοι επιπλέον). Τέλος, θα έπρεπε να αυξηθούν οι διαθέσιμοι χώροι για τη λειτουργία στα κέντρα διαλογής και στα καταστήματα κατά περισσότερα από 50.000 τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.), με αντίστοιχη αύξηση και στον εξοπλισμό και τα μηχανήματα διαλογής.
Κάτι τέτοιο δεν ήταν φυσικά εφικτό με αποτέλεσμα να προκύψουν οι γνωστές καθυστερήσεις στις παραδόσεις και το ντόμινο παραπόνων. Την ίδια ώρα, υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 20% των πελατών που έχουν αποστολές σε εκκρεμότητα καλεί τα τηλεφωνικά κέντρα των εταιρειών, δημιουργώντας και εκεί μέχρι και πενταπλασιασμό του αριθμού των κλήσεων. Συνεπώς και τα τηλεφωνικά κέντρα έχουν «γονατίσει», ενώ οι χρόνοι αναμονής στις κλήσεις είναι εξαιρετικά μεγάλοι.
Οι εταιρείες ταχυμεταφορών, «έπρεπε να απορροφήσουν τις επιπτώσεις και τις αυξημένες απαιτήσεις στη λειτουργία τους, λόγω των έκτακτων μέτρων ασφαλείας, όπως τις απουσίες από ευπαθείς ομάδες, τα αυξημένα μέτρα προστασίας των εργαζομένων και των πελατών, που οδηγούν σε μεγαλύτερους χρόνους διαχείρισης της κάθε παράδοσης και συνεπώς και αυξημένο κόστος».
Στην ACS η αύξηση στις κατ’ οίκον παραδόσεις της φτάνει στο 80% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο (μέσα Μαρτίου – μέσα Απριλίου). Κύκλοι της επιχείρησης, που ανήκει στον όμιλο Quest Συμμετοχών, υποστηρίζουν πως «είναι η πρώτη εταιρία ταχυμεταφορών η οποία παρέχει σε σταθερή βάση αξιόπιστα στοιχεία και επαρκή πληροφόρηση προς το κοινό και τα ΜΜΕ, τόσο για την κατάσταση γενικώς στην αγορά ταχυμεταφορών, όσο και για τα μέτρα που εφαρμόζει για τη βελτίωση και ομαλοποίηση των παραδόσεων».
Προσθέτουν πως η ACS «δεν έμεινε μόνο στην διαπίστωση αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, αλλά πραγματοποίησε σειρά ενεργειών σε όλα τα επίπεδα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες». Προχώρησε συνολικά στην αγορά και εκμίσθωση περισσότερων από 100 αυτοκινήτων και στην αγορά 30 δικύκλων, στην αύξηση του δυναμικού κατά περισσότερους από 400 ανθρώπους για τη διαλογή και τη διανομή των αποστολών, στην εκμίσθωση νέων αποθηκευτικών χώρων επιφάνειας άνω των 4.000 τμ, στην αύξηση των δρομολογίων των φορτηγών της εταιρείας μεταξύ των μεγάλων πόλεων της χώρας, στην αγορά πρόσθετου εξοπλισμού (παλέτες, παλετοφόρα, καρότσια, τηλέφωνα, PDA, laptop κα) αλλά και στην ενίσχυση του τηλεφωνικού της κέντρου. Επιπλέον, επιδότησε τις παραδόσεις στο δίκτυο των συνεργατών πρακτόρων της - που λειτουργούν 270 καταστήματα, απασχολώντας περισσότερους από 2.500 εργαζομένους πανελλαδικά - για την αμεσότερη διανομή των αποστολών.
Οι πρωτοβουλίες των τελευταίων εβδομάδων αποδίδουν καθώς «το τελευταίο διάστημα παρουσιάζεται σταθερά βελτίωση του μέσου χρόνου παράδοσης, ο οποίος έχει διαμορφωθεί περίπου στις 3-4 ημέρες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στις επόμενες ημέρες υπάρχει η εκτίμηση ότι θα σταθεροποιηθούν ακόμα πιο χαμηλά οι χρόνοι παράδοσης».
Στην ACS επαναλαμβάνουν πως «η εταιρεία δεν έχει προβεί σε αυξήσεις τιμών τα τελευταία δέκα χρόνια, αντίθετα μάλιστα προχώρησε σε σημαντικές μειώσεις των τιμολογίων της. Όταν λοιπόν προχώρησε στην έκτακτη πρόσθετη χρέωση που ανακοινώθηκε στο τέλος Μαρτίου, αποσκοπούσε στο να βοηθήσει τους συνεργαζόμενους αντιπροσώπους της να καλύψουν μέρος από τα αυξημένα κόστη που προκάλεσε η κρίση, ώστε να προχωρήσουν πιο άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες ενίσχυσης των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού τους. Να σημειωθεί ότι το δίκτυο αυτό των αντιπροσώπων αποτελείται εξ ολοκλήρου από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν άμεσα στις αυξημένες ανάγκες».
Όπως έχει υποστηρίξει και επισήμως η διοίκηση της εταιρείας, «η ενέργεια αυτή ήταν βεβιασμένη χωρίς να ληφθούν υπόψη διάφορες παράμετροι. Δεν εξηγήθηκε επαρκώς αυτή η κίνηση, καθώς εκτιμήθηκε ότι οι πελάτες και συνεργάτες της εταιρείας θα την κατανοούσαν». Προσθέτουν, όμως, πως «εξαιτίας αυτής της κίνησης, υπονομεύθηκε η εικόνα της τεράστιας προσπάθειας που γίνεται από την εταιρεία και τους ανθρώπους της, όλους αυτούς τους εργαζόμενους στον δρόμο και στα καταστήματα, που βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή της μάχης, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τους πελάτες».