Σε διατήρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης ΒΒ- για το ελληνικό αξιόχρεο προχώρησε η Standard and Poor's, υποβαθμίζοντας ωστόσο το outlook σε σταθερό από θετικό λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
Ο οίκος σημειώνει ότι οι ελληνικές αρχές έχουν πετύχει πρώιμες νίκες στη σταθεροποίηση των κρουσμάτων και των θυμάτων της covid 19. Ωστόσο, η οικονομία αναμένεται να εμφανίσει ύφεση περίπου 9% φέτος, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση, προτού ανακάμψει το 2021.
Ωστόσο, εκτιμά ότι η κυβέρνηση έχει επαρκή «μαξιλάρια» για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις στην οικονομία και τον προϋπολογισμό από την κρίση, στηρίζοντας το ελληνικό αξιόχρεο. Ως εκ τούτου, διατηρεί την αξιολόγηση ΒΒ-.
Ο οίκος επισημαίνει ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει το ελληνικό rating εάν η πορεία του ΑΕΠ είναι χειρότερη των προβλέψεων, ενώ ενδεχόμενη αναβάθμιση εξαρτάται από την διάρκεια των επιπτώσεων της πανδημίας στην ελληνική οικονομία.
Σημειώνεται ότι η Standard & Poor’s είχε αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο στο ΒΒ- από Β+ τον Οκτώβριο, τρεις βαθμίδες κάτω από τον επιθυμητό στόχο με προοπτικές θετικές.
Η Fitch κατατάσσει την Ελλάδα επίσης τρεις βαθμίδες κάτω του BB- με σταθερές προοπτικές από χθες. Η DBRS ΒΒ (low) επίσης τρεις βαθμίδες υπό του investment grade, ενώ νωρίτερα σήμερα υποβάθμισε τις προοπτικές σε σταθερές από θετικές. Η Moody’s τέσσερις βαθμίδες κάτω του investment grade και σταθερές προοπτικές. Επόμενος προγραμματισμένος χρησμός για την ελληνική οικονομία αναμένεται από τη Moody's στις 8 Μαϊου. Στις 17 Ιουνίου ο οίκος αξιολόγησης Scope έχει προγραμματίσει ανακοινώσεις ενώ ακολουθούν με προγραμματισμένες ανακοινώσεις αξιολογήσεων στις 24 Ιουλίου η Fitch και στις 23 Οκτωβρίου το δίδυμο Standard & Poor’s και DBRS.
Η λογική
Αναλυτικότερα, ο οίκος σημειώνει ότι η υποβάθμιση των προοπτικών αντανακλά την προσδοκία για σημαντική επιδείνωση των επιδόσεων τόσο στην οικονομία όσο και στον προϋπολογισμό λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας της covid 19 και των μέτρων που έχουν ληφθεί.
Επιβεβαιώνει ωστόσο την αξιολόγηση ΒΒ- καθώς, με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις, αναμένει ανάκαμψη το 2021 σε συνδυασμό με σταθερή τροχιά σύγκλισης στον προϋπολογισμό. Αυτό οφείλεται και στα σημαντικά "μαξιλάρια" ρευστότητας που έχει χτίσει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια χάρη στις ισχυρές επιδόσεις του προϋπολογισμού, τη διατήρηση σημαντικού ύψους ρευστότητας, του ευνοϊκού μείγματος του χρέους αλλά και των πρόσφατων κινήσεων της ΕΚΤ.
Σε όρους ωρίμανσης και μέσου επιτοκιακού κόστους, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ από τις χώρες που καλύπτουμε, σημειώνει, ενώ προβλέπει ότι μετά από ισχυρή άνοδο το 2020, το χρέος γενικής κυβέρνησης αλλά και ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει από το 2021, με στήριξη από την ανάκαμψη της οικονομίας και την τροχιά σύγκλισης στον προϋπολογισμό.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας
Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η εξάπλωση του κορωνοϊού και οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα θα οδηγήσουν σε ύφεση, με το ΑΕΠ να υποχωρεί περίπου 9% φέτος. Οι προβλέψεις μας συνοδεύονται από ασυνήθιστη αβεβαιότητα καθώς εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας, τονίζει.
Η ύφεση στην Ελλάδα θα προκληθεί από επιδείνωση σε όλες τις συνιστώσες της ζήτησης στην Ελλάδα, δεδομένης της ταυτόχρονης επίπτωσης της πανδημίας στην εξωγενή όσο και στην εγχώρια ζήτηση. Στις προβλέψεις της η S&P εκτιμά μεγάλο πλήγμα στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, ενώ ιδιαίτερα ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις αναμένονται και για τον σημαντικότατο κλάδο του τουρισμού.
Το πακέτο μέτρων στήριξης που έχει ανακοινώσει η Αθήνα εκτιμάται περίπου στα 15 δισ. ευρώ (7,5% του ΑΕΠ του 2019) ενώ εξετάζει πρόσθετα προσωρινά μέτρα, που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μείωση του ΦΠΑ και της προκαταβολής φόρου. Απουσία τέτοιας δημοσιονομικής αντίδρασης θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική περαιτέρω υποχώρηση του ΑΕΠ, με φερέγγυες εταιρίες να βάζουν λουκέτο, επιδεινώνοντας την παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει.
Η επόμενη μέρα
Για το 2021, ο οίκος προβλέπει ανάκαμψη, το ύψος της οποίας θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων και από την πιθανή λήξη της υγειονομικής κρίσης και την αποκατάσταση των τουριστικών ροών.
Την επόμενη τριετία, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται να ξεπεράσει το μέσο όρο της ευρωζώνης. Επίσης, η ανάπτυξη αναμένεται ισορροπημένη μεταξύ εγχώριας ζήτησης και εξαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένει υψηλότερη ιδιωτική κατανάλωση εν μέσω αύξησης των ποσοστών απασχόλησης, μετά την υποχώρηση του 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για μείωση του φόρου στα χαμηλά εισοδήματα και του ΕΝΦΙΑ θα στηρίξουν τα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Μετά την υποχώρηση του 2020 λόγω του παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας, αναμένεται αύξηση και των επενδύσεων, με έμφαση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς η ελληνική κυβέρνηση εμμένει στο πλάνο ιδιωτικοποιήσεων.
Ωστόσο, το κλειδί για ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, εκτιμά ο οίκος, είναι η μείωση των τραπεζικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΝΡΕ) που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των χορηγήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Οι θετικές επιπτώσεις προηγούμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών δεν μπορούν να αποδώσουν σε περιβάλλον ύφεσης ή χαμηλής ανάπτυξης. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις - ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας- παραμένουν υπό πίεση.
Χρέος και προϋπολογισμός
Ο οίκος προβλέπει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται να ανέλθει περίπου στο 7,7% του ΑΕΠ το 2020, έναντι πλεονάσματος το 2019, με το πρωτογενές έλλειμμα να διαμορφώνεται σχεδόν στο 5% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερα από το στόχο του πλεονάσματος 3,5% λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η έντονη επιδείνωση στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του χρέους περίπου στο 197% του ΑΕΠ φέτος από 177% το 2019, προτού υποχωρήσει εκ νέου το 2021.
Οι τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των ΝΡΕ, που στα τέλη του 2019 διαμορφώνονταν περίπου στα 68 δισ. ευρώ, έναντι 107,2 δισ. το Μάρτιο του 2016. Λόγω της πανδημίας, ο οίκος αναμένει αντιστροφή της θετικής τάσης στη διαμόρφωση νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Επίσης, θεωρεί ότι στο τρέχον περιβάλλον, το πρόγραμμα Ηρακλής δεν αναμένεται να επιταχύνει την αναμενόμενη μείωση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.
Ωστόσο, η απόφαση του SSM να δώσει στις τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία στην κατηγοριοποίηση των ΝΡΕ θα οδηγήσει σε ηπιότερες πιέσεις στις μετρήσεις πιστωτικής ποιότητας ενώ οι πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ για περισσότερη ρευστότητα μετριάζουν τα ρίσκα για τις ελληνικές τράπεζες.