Είναι γνωστός ο προβληματισμός που επικρατεί στο στρατόπεδο της Εθνικής Τράπεζας σχετικά με την υπόθεση της δρομολογούμενης πώλησης του 80% της θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς τα προσφερόμενα τιμήματα φαίνεται ότι θα είναι σαφώς χαμηλότερα από το ύψος της λογιστικής της αξίας.
Έτσι, εάν δεχτούμε τα στοιχεία που προκύπτουν από το ρεπορτάζ, ότι δηλαδή η Τράπεζα έχει θέσει ως βάση τα 560 εκατ. ευρώ για το 80% της Εθνικής Ασφαλιστικής, τότε η συνολική αποτίμηση της εταιρείας υπολογίζεται κοντά στα 700 εκατ., όταν στις 30 Σεπτεμβρίου του 2019 τα ίδια κεφάλαιά της προσέγγιζαν το 1,1 δισ. ευρώ.
Ρωτώντας στελέχη της αγοράς τους λόγους για τους οποίους η Εθνική Ασφαλιστική δεν φαίνεται να είναι σε θέση να πουληθεί στο ύψος της καθαρής της θέσης, όπως επίσης ούτε να προσελκύσει το ενδιαφέρον ισχυρών ξένων ασφαλιστικών ομίλων που θα προσέφεραν (πέρα από χρήματα) τεχνογνωσία και διεθνείς συνεργασίες, λάβαμε αρκετές απαντήσεις, με τις κυριότερες να είναι τρεις:
- Η πολύ χαμηλή -ακόμη και σήμερα- πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, με τα κρατικά ομόλογα της χώρας να κατατάσσονται στο «κάτω ράφι».
- Το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο Solvency II που ισχύει στην Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκοί ασφαλιστικοί όμιλοι αυτή την περίοδο -και ιδίως σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων- κοιτάζουν πώς θα συνεχίσουν να διαθέτουν εποπτικούς δείκτες πολύ υψηλότερους από τους ελάχιστα απαιτούμενους και όχι να προβαίνουν σε μεγάλου ύψους επιθετικές κινήσεις, οι οποίες θα επιδείνωναν τους εποπτικούς τους δείκτες. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στη Γηραιά Ήπειρο οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητούν από τον Ευρωπαίο επόπτη (EIOPA) να διαφοροποιήσει αρκετούς από τους όρους του Solvency II.
- Αρκετοί όμιλοι του εξωτερικού έχουν ήδη παρουσία στην Ελλάδα. Όσοι εξ αυτών διαθέτουν μεγάλα μερίδια στην εγχώρια αγορά, εάν επιδιώξουν την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής πολύ πιθανόν να προσκρούσουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, όπως έγινε με την περίπτωση της Fairfax-Eurolife. Από τους υπόλοιπους διεθνείς ομίλους αρκετοί φαίνεται να έχουν μέχρι σήμερα προκρίνει μια πολιτική παρουσίας στη χώρα, δίδοντας έμφαση σε επιλεγμένους κλάδους και δραστηριότητες, αποφεύγοντας μεγάλους κινδύνους με στόχο την επίτευξη σημαντικών αποδόσεων στα ίδια κεφάλαια. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους ομίλους, η εξαγορά μιας εταιρείας του μεγέθους της Εθνικής Ασφαλιστικής θα σήμαινε μια ριζική αλλαγή στρατηγικής.
Στους τρεις παραπάνω παράγοντες, εξάλλου, βασίζονται και κύκλοι προσκείμενοι στην ίδια την Εθνική Ασφαλιστική, οι οποίοι επιμένουν πως η προσπάθεια πώλησης γίνεται σε λανθασμένο timing και πως αν μια τέτοια κίνηση επιχειρηθεί σε δύο ή τρία χρόνια, θα μπορούσε να αποφέρει πολύ υψηλότερο τίμημα για τη μητρική τράπεζα και λιγότερα ρίσκα για την ίδια την εταιρεία, που σήμερα κατέχει ηγετική θέση στην εγχώρια αγορά.
«Είναι πολύ προτιμότερο να προκύψει σε δύο χρόνια ένας ισχυρός ξένος ασφαλιστικός όμιλος που θα μας προσφέρει συνεργασίες και τεχνογνωσία, παρά σήμερα κάποιο fund που δεν διαθέτει εμπειρία στον απαιτητικό ασφαλιστικό χώρο και που σε τρία ή πέντε χρόνια θα αναζητά εκ νέου αγοραστή», αναφέρεται χαρακτηριστικά.