Τις προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός κλάδος το 2023, σκιαγραφεί ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Κωνσταντίνος Ηροδότου.
Σε δήλωσή του στην κυπριακή StockWatch, σημειώνει ότι κατά το 2023, η πολιτική εξομάλυνσης των επιτοκίων όπως αυτή διαμορφώνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναμένεται να συμβάλει θετικά στο επιτοκιακό εισόδημα των τραπεζών.
«Δεν θα πρέπει όμως να υπερσκελίσει τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος», τονίζει.
«Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων, τα αυξημένα κόστη σε σχέση με τα έσοδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, η περιορισμένη διαφοροποίηση στους εισοδηματικούς πόρους, οι ανταγωνιστικές πιέσεις από εταιρείες που λειτουργούν εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού φάσματος, η συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη επενδύσεων στην τεχνολογία και την ψηφιοποίηση των τραπεζικών εργασιών, η ανάγκη ταχείας και ποιοτικής εξυπηρέτησης πελατών καθώς και η αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή αποτελούν ένα πλέγμα σημαντικών προκλήσεων που οι τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν», υπογραμμίζει.
Παράλληλα, επισημαίνει, η αύξηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και ασθενέστερων προοπτικών ανάπτυξης, δύναται να επηρεάσει δυσμενώς την ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν ειλημμένες υποχρεώσεις που ενδεχομένως να επηρεάσουν δυσμενώς την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών.
«Γι’ αυτό το λόγο έχω τονίσει επανειλημμένως τη σημασία αναζήτησης και παροχής βιώσιμων και γρήγορων αναδιαρθρώσεων, ως η πλέον συμφέρουσα και αποδοτική λύση τόσο για τους δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, όσο και για τις τράπεζες», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τον κ. Ηροδότου, ο κυπριακός τραπεζικός τομέας έχει όλα τα εχέγγυα ν’ ανταπεξέλθει και αυτής της κρίσης, κάτι που είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της χώρας.
Αναφέρει ότι κατά τα τελευταία τρία δύσκολα από κάθε άποψη χρόνια, ο τραπεζικός τομέας όχι απλά διατήρησε την ευρωστία του αλλά παράλληλα στήριξε την πραγματική οικονομία μέσω της διοχέτευσης νέου δανεισμού ύψους σχεδόν €10 δισ., τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε νοικοκυριά. «Με την ίδια ευελιξία θα πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να αντιμετωπίσουν και την υφιστάμενη κατάσταση, προσαρμόζοντας τις πολιτικές και τα στρατηγικά τους πλάνα στις νέες πραγματικότητες», επισημαίνει.
Ο κ. Ηροδότου τονίζει ότι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας έχει αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας και του πολέμου.
«Παραμένει φερέγγυος, με ισχυρή ρευστότητα και αισθητά βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται, σε αντίθεση με τη χρηματοοικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, συντελεστής της λύσης και όχι μεγεθυντής του προβλήματος», επισημαίνει.
Όπως τονίζει, η φερεγγυότητα του τραπεζικού τομέα, όπως αυτή προσμετράται με το δείκτη κοινών μετοχών κατηγορίας 1, αυξήθηκε στο 18,0% το τρίτο τρίμηνο του 2022, επίπεδο υψηλότερο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο του 15,2%.
Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας του τομέα, διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 309% τον Οκτώβριο του 2022, ήτοι πέραν του τριπλάσιου από την ελάχιστη εποπτική απαίτηση του 100%, θέτοντας τον κυπριακό τραπεζικό τομέα μεταξύ των ισχυρότερων της Ένωσης από άποψη ρευστότητας, όπου ο μέσος όρος του εν λόγω δείκτη είναι στο 168%.
Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με το σύνολο των δανείων συνέχισε την πτωτική του πορεία και διαμορφώθηκε στο 10,6% το Σεπτέμβριο του 2022.
«Αυτή η υγιής και στέρεα εικόνα του κυπριακού τραπεζικού τομέα αποκτά μεγαλύτερη σημασία αφού διανύουμε μία περίοδο υψηλής αβεβαιότητας και κινδύνων λόγω της επιδείνωσης των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας, των αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων, των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης και των αστάθμητων γεωπολιτικών εξελίξεων», υπογραμμίζει.