«Η Ευρώπη αποφάσισε να γίνει ο κύριος υπέρμαχος, ο πρωταθλητής, αν θέλετε, της πράσινης μετάβασης, λαμβάνοντας και το αντίστοιχο μήνυμα από την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη, όμως, δεν είχε όλα τα δεδομένα στα χέρια της. Ούτε για τον χρόνο που θα απαιτηθεί ούτε για το κόστος που θα αναληφθεί. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν “μισό”. Ρωτήθηκε αν είναι υπέρ ή εναντίον, δεν ρωτήθηκε αν είναι υπέρ της πράσινης μετάβασης με μεγάλο κόστος. Αυτό το ερώτημα δεν τέθηκε ποτέ.
Το κόστος της πράσινης μετάβασης πρέπει να εξηγηθεί, πρέπει να συμφωνήσουν οι πολίτες, διότι χωρίς αυτούς, η μετάβαση δεν θα συμβεί, όσες αποφάσεις υπερεθνικών και εθνικών οργάνων κι αν υπάρξουν».
Αυτές οι δηλώσεις, που αποδείχτηκαν προφητικές, έγιναν τον Δεκέμβριο του 2021 από τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, στο Βusiness Review του Εuro2day.gr με τους New York Times, σε μια συνέντευξη που αξίζει να διαβάσετε ολόκληρη λόγω της συνεχιζόμενης επικαιρότητάς της.
Βαθύς γνώστης των θεμάτων της ενέργειας και των Commodities, ήταν τότε ένας από τους ελάχιστους επιχειρηματικούς ηγέτες διεθνώς που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα της σχεδόν ιεραποστολικής πεποίθησης για γρήγορη πράσινη μετάβαση άνευ όρων, σημειώνοντας τις παρενέργειες και τους κινδύνους.
Σήμερα, όσα είπε επιβεβαιώνονται σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο νέος πρόεδρος Τραμπ ψηφίστηκε υποσχόμενος να αυξήσει δραματικά την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, με το περίφημο «drill, baby, drill», αλλά και να περικόψει διαφόρων ειδών κανονιστικές υπερβολές. Οι έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, κολοσσοί στον χώρο τους, εγκατέλειψαν τη διεθνή συμμαχία «net zero», μέσα σε ένα-δύο μήνες, από την εκλογή του. Την Παρασκευή ανακοινώθηκε ότι τις ακολούθησαν και τέσσερις μεγάλες τράπεζες του Καναδά!
Στην Ευρώπη, η ραγδαία άνοδος του κόστους ενέργειας και οι συνέπειες από την αδυναμία αποθήκευσης του ηλεκτρισμού που παράγεται από ΑΠΕ είχαν και έχουν βαριές επιπτώσεις στην ακρίβεια και στον πληθωρισμό, προκαλώντας αυξανόμενες αντιδράσεις.
Όχι μόνο από τη βιομηχανία (που πλήττεται ποικιλοτρόπως) ή τους αγρότες, αλλά και από τους απλούς πολίτες. Οι οποίοι, πέρα από το γενικότερο κόστος που πληρώνουν, καλούνται να αντικαταστήσουν συστήματα που ήδη κατέχουν με νέα, όπως οι αντλίες θερμότητας.
Οι πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων επιβραδύνονται, ενώ οι συνέπειες της πράσινης μετάβασης αρχίζουν να εμφανίζονται και στα κόστη θαλάσσιας και αεροπορικής μεταφοράς.
«Πράσινες» αυξήσεις σε ακτοπλοΐα και αερομεταφορές
Αυτό το διάστημα στην Ελλάδα, την πιο νησιωτική χώρα της Ευρώπης, τους προβολείς της δημοσιότητας έχει τραβήξει η επερχόμενη αύξηση της τάξεως του 15%, από τον Μάιο, στα εισιτήρια των ακτοπλοϊκών εταιρειών.
Οι εταιρείες του χώρου υποχρεούνται από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς να γυρίσουν σε «πράσινα καύσιμα», που θα αυξήσουν κάθετα το σχετικό κόστος, ενώ ταυτόχρονα υφίστανται πληθωριστικές πιέσεις και στα υπόλοιπα κόστη, μισθούς, ανταλλακτικά κ.λπ.
Οι λύσεις για το ποιος θα πληρώσει τον βαρκάρη, σε ένα εκ των προτέρων γνωστό θέμα με ευρύτατες οικονομικές συνέπειες, αναζητούνται από το κράτος κυριολεκτικά στο παρά πέντε.
Έπονται και τα αεροπορικά εισιτήρια, που ήδη στην Ελλάδα είναι ακριβότερα κατά 48% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Διότι από τις αρχές Ιανουαρίου τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.
Προς το παρόν οι απαιτήσεις ανεφοδιασμού με πανάκριβα βιοκαύσιμα, υδρογόνο κι άλλες πηγές θα αφορούν μικρό ποσοστό. Μόλις το 2% των πτήσεων. Σταδιακά όμως, χρόνο με τον χρόνο, θα αυξάνονται, πιέζοντας προς τα πάνω το κόστος των αερομεταφορών.
Μια άλλη όψη των αλλαγών που προκάλεσε η πραγματικότητα φανερώνει και η μεταστροφή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που ήταν φανατικός υπέρμαχος της «άνευ όρων πράσινης μετάβασης», από την αρχή της πρώτης θητείας του.
Πρόσφατα έστειλε αγωνιώδη επιστολή στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για τις επιπτώσεις της ακριβής ενέργειας στους πολίτες και στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Στην οποία, αφού επισημαίνει μια σειρά από θέματα ως προς την ετεροβαρή λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, σημειώνει μεταξύ άλλων:
…«θα βασιζόμαστε στο φυσικό αέριο για τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Πρέπει να δώσουμε στις ευρωπαϊκές εταιρείες δύναμη να επενδύσουν σε έργα και υποδομές φυσικού αερίου και να υπογράψουν συμβάσεις που εγγυώνται την ευρωπαϊκή πρόσβαση σε παγκόσμιες προμήθειες -με δικλίδες ασφαλείας, βέβαια, για τη διασφάλιση της κλιματικής ουδετερότητας.
Δεν μπορούμε να επιτύχουμε στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη μας».
…«πρέπει να περιορίσουμε το κόστος που προκύπτει από την υπερρύθμιση των εκπομπών ρύπων»…
Για να τονίσει στο τέλος το σημαντικότερο. Ότι πρέπει «να επιτύχουμε μια μετάβαση το κόστος της οποίας θα μπορούν να αποδεχθούν οι πολίτες μας και οι επιχειρήσεις μας να αντέξουν οικονομικά».
Πράγματι, η Ευρώπη, ως νέος Δον Κιχώτης, έχει εξελιχθεί σε τελευταίο «κάστρο» της πράσινης μετάβασης με κάθε κόστος, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες τραβούν δικό τους δρόμο και οι μεγάλες αναδυόμενες αγορές συγκαταλέγονται πλέον στους πιο σοβαρούς ρυπαντές.
Το Ιράν, όπως και η Σαουδική Αραβία, παράγουν σήμερα περισσότερους ρύπους από τη Γερμανία. Η Κίνα έσπασε μέσα στο 2024 κάθε προηγούμενο ρεκόρ παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη και παράγει μόνη της το 1/3 των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο 12% και ακολουθούν η Ινδία με 7,6% και η Ρωσία με 5,3%, όταν όλη η ΕΕ αντιπροσωπεύει πλέον το 6,4% και η Ελλάδα περίπου το 0,1%.
Πώς οι «καλές προθέσεις» έγιναν τροχοπέδη
«Ο δρόμος για τον κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις», λέει το ρητό, που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στο θέμα. Ορθώς η Ευρώπη έδωσε μεγάλη σημασία στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, προϋπόθεση για την οποία είναι η πράσινη μετάβαση. Η πρόθεση και η στόχευση ήταν σωστές.
Λανθασμένα όμως, κινήθηκε δογματικά, απέτυχε να εξηγήσει το κόστος αυτής της μετάβασης στους πολίτες (και ψηφοφόρους), αλλά και να εφαρμόσει σωστά μελετημένους και ευέλικτους οδικούς χάρτες προς τους επιθυμητούς στόχους, δίνοντας την πρέπουσα σημασία στις παράπλευρες επιπτώσεις.
Βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο, αύξησε δραματικά την εξάρτηση από τις ΑΠΕ, χωρίς την απαραίτητη προσοχή προς τα μεταβατικά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια, παρότι δεν υπήρχαν (και δεν υπάρχουν ακόμη) επαρκή αποθηκευτικά συστήματα για την απρόβλεπτη λειτουργία των αιολικών και των φωτοβολταϊκών.
Ενδεικτικά, ακόμη και στην περίπτωση της ηλεκτροκίνησης, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είναι η έλλειψη υποδομών (σταθμών ταχείας φόρτισης κ.λπ.), που μαζί με το ακριβό κόστος των οχημάτων οδηγούν στα περιορισμένα αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι κανόνες της ΕΕ είναι σκληροί, οπότε οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες που δεν έχουν πιάσει τους στόχους ίσως αναγκαστούν να πληρώσουν φέτος εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε… κινεζικές εταιρείες, για να αγοράσουν carbon credits από εκείνες (που πουλάνε μόνο ηλεκτρικά αυτοκίνητα στην Ευρώπη) και να γλιτώσουν ακόμη πιο βαριά πρόστιμα. Παράδοξο αλλά αληθινό!
Επιπλέον, η Ευρώπη έσπευσε να θέσει αναρίθμητους κανόνες στη βιομηχανική παραγωγή, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος και μαζί του να αυξηθούν οι… εισαγωγές φθηνότερων προϊόντων, από τρίτες χώρες. Οι οποίες βέβαια, δεν πληρούν τις υψηλές ευρωπαϊκές προδιαγραφές αντιρρύπανσης κατά την παραγωγή τους.
Με απλά λόγια, έπεσε θύμα υπερβάλλοντος πολιτικού (και γραφειοκρατικού) ζήλου, χωρίς σπουδή για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, που συμβάλλουν με τη σειρά τους στη στροφή προς αντισυστημικούς πολιτικούς σχηματισμούς.
Τώρα, με μεγάλη καθυστέρηση, έχει αρχίσει η πίεση για σοβαρές διορθωτικές κινήσεις, ιδίως προς τη φανατισμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και οι πρώτες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι ορατές (διαβάστε το σχετικό ρεπορτάζ του Γιώργου Φιντικάκη).
Διότι φαίνεται καθαρά το αδιέξοδο που δημιουργείται: Η Ευρώπη κινδυνεύει να καταστεί «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», καθώς πλέον υπάρχουν και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ υπερδυνάμεων, που ακυρώνουν κάθε συντονισμένη διεθνή προσπάθεια στην επίτευξη κλιματικών στόχων, όπως φάνηκε και από τα μάλλον απογοητευτικά αποτελέσματα της παγκόσμιας διάσκεψης COP-29, τον περασμένο Νοέμβριο.
Το κόστος όμως των λαθών που ήδη έγιναν, δεν αναιρείται. Μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης έχει πια αποστασιοποιηθεί από τους στόχους της πράσινης μετάβασης και της εκπομπής μηδενικών ρύπων.
Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο.