Την ώρα που η κατάσταση στην Ουκρανία συνεχίζει να εξελίσσεται σε βάρος των συμφερόντων της Δύσης, ελάχιστοι δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι όσα συμβαίνουν εκεί, αλλά και στη Μέση Ανατολή, ενισχύουν τη γεωπολιτική θέση της Τουρκίας και τις επιδιώξεις της ως περιφερειακής δύναμης.
Η Τουρκία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες που «η Δύση δεν μπορεί να χάσει» προς όφελος των αντιπάλων της, σύμφωνα με άποψη που είναι ισχυρή και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ακόμη και με επικεφαλής της τον αντιπαθή στους Δυτικούς, Ερντογάν. Άποψη η οποία προ ημερών αποτυπώθηκε και με μακροσκελές άρθρο στο Bloomberg.
H επαναπροσέγγιση ΗΠΑ - Τουρκίας άλλωστε απεικονίζεται και στις πληροφορίες των ΜΜΕ ότι προωθείται κρίσιμος συμβιβασμός στο θέμα των S-400 και των F-35, στο πλαίσιο των μεγάλων στρατιωτικών προγραμμάτων που προωθεί η γειτονική χώρα, σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών με την Ελλάδα.
Σε αυτήν ακριβώς τη φάση αναδύεται ο υπαρκτός κίνδυνος να καθιερωθεί de facto η υποχρεωτική συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και στις λοιπές θαλάσσιες περιοχές της εγγύς Μεσογείου, με μοχλό την τουρκική προσπάθεια να περάσει η θέση της ότι κανένα μεγάλο έργο δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση ή, ακόμη περισσότερο, τη συμμετοχή της.
Τα όσα έγιναν στην Κάσο, με αφορμή τις έρευνες για τη μελλοντική πόντιση καλωδίου στο πλαίσιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου-Ισραήλ, Great Sea Interconnector (GSI), παρότι αυτές ολοκληρώθηκαν, όπως λένε έγκυρες πληροφορίες, αυτήν ακριβώς την αίσθηση ήθελαν να εμπεδώσουν από την πλευρά της Τουρκίας.
Και η άστοχη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, ότι ευτυχώς δεν υπήρξε ένταση διότι «θα είχε οδηγήσει σε υπαναχώρηση της ελληνικής πλευράς», ήρθε να ενισχύσει ένα κλίμα ανασφάλειας απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις.
Το οποίο βεβαίως κορυφώνουν τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο το τελευταίο διάστημα, με τις παλινωδίες μέρους του ντόπιου κατεστημένου, που είτε επιδιώκουν να περάσει το κόστος του γεωπολιτικού ρίσκου του GSI (το οποίο χρηματοδοτείται με 670 εκατ. ευρώ από την ΕΕ) στους λοιπούς εμπλεκόμενους, είτε να ακυρωθεί το έργο, παρότι την ίδια ώρα η Τουρκία προωθεί στην Ευρώπη σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσής της με τα Κατεχόμενα.
Πέραν της ακατανόητα χλιαρής στάσης που τηρεί ως τώρα για το θέμα η ανώτατη ηγεσία της Κύπρου, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη έως τους συναρμόδιους υπουργούς Ενέργειας Γιώργο Παπαναστασίου και Οικονομικών Μάκη Κεραυνού, αίσθηση έχει προκαλέσει και η θέση του Αβέρωφ Νεοφύτου, που ήταν υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας και διετέλεσε επικεφαλής του ΔΗΣΥ.
Ο οποίος φέρεται να μίλησε σε live space κοινωνικού δικτύου για το θέμα (από το οποίο space δεν υπάρχει μαγνητοφωνημένο υλικό), περί «υποτέλειας της Κύπρου στην Ελλάδα» (!), σημειώνοντας μάλιστα ότι αν η Κύπρος θέλει να έχει γεωπολιτικό ρόλο, ας κάνει και διασύνδεση και αγωγό με την Τουρκία…
Με τούτα και με κείνα, καθίσταται προφανές ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε αυτό που αναφέραμε στην αρχή. Εάν δεν μπορεί να προχωρήσει ένα ήπιο έργο, όπως είναι η πόντιση καλωδίου, επειδή δεν συμφωνεί η Τουρκία, θα φανεί ξεκάθαρα ότι Ελλάδα και Κύπρος αποδέχονται στην πράξη ότι η Τουρκία έχει λόγο, ο οποίος μπορεί να μην προκύπτει από το διεθνές δίκαιο, προκύπτει όμως de facto από την ισχύ της. Και άρα, οποιαδήποτε άλλα βαρύτερα έργα (εξορύξεις, υπεράκτια πάρκα) περνούν στη σφαίρα των σχεδίων επί χάρτου ή, αν προτιμάτε, της… φαντασίας, εκτός αν λάβουν πράσινο φως από τη γείτονα.
Θα υπάρξουν ίσως αρκετοί που, υπερασπιζόμενοι την πολιτική της ακινησίας που έχει χαρακτηρίσει τα ελληνοτουρκικά επί δεκαετίες, θα κάνουν λόγο για «μελλοντικές προοπτικές», σε μια καλύτερη συγκυρία, στο προσεχές μέλλον.
Δυστυχώς, η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων δείχνει αφενός ότι τα τετελεσμένα δύσκολα ανατρέπονται και αφετέρου ότι οι ισορροπίες στρατιωτικών και διπλωματικών δυνάμεων δύσκολα θα γίνουν πιο ευνοϊκές για εμάς στο μέλλον.
Η Τουρκία έχει όλα τα μέσα, οικονομικά, πληθυσμιακά και βιομηχανικά, για να μην αφήσει τους συσχετισμούς δυνάμεων να διαταραχθούν εις βάρος της, ενώ διπλωματικά η πιο ευάλωτη φάση της είναι τώρα, που επιχειρεί την -πάντα μερική- επαναπροσέγγιση με τη Δύση, αλλά δεν την έχει ολοκληρώσει.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή είναι πια πολύ βαθιά για να τερματιστεί, ακόμη κι αν υπάρξει εκεχειρία στη Γάζα. Οι ελπίδες για μια γνήσια νίκη της Ουκρανίας έχουν περίπου εκμηδενιστεί, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τις αναταράξεις σε διάφορες περιοχές για να ενισχύσει την αξία της ως περιφερειακού παίκτη και για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Εν ολίγοις, το μέλλον είναι μάλλον δυσοίωνο. Το (μικρό) παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, παρά τις ενίοτε μεγαλόστομες διακηρύξεις περί των διπλωματικών μας επιτυχιών, ενδέχεται να κλείσει απότομα.
Oποιος κι αν είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.