Τα προγνωστικά χθες επιβεβαιώθηκαν. Η Ευρώπη ολοένα και περισσότερο κλίνει (ακρο)δεξιά, καθώς ο «λαϊκισμός» και ο αντισυστημισμός κερδίζουν συνεχώς νέο έδαφος. Εντούτοις, πέρα από τις καταγγελίες περί λαϊκισμού (πάντα των… άλλων), πέρα από διάφορες έμμεσες ή και άμεσες μομφές προς τους... ψηφοφόρους, για την ελαφρότητά τους, η αυτοκριτική των καθιερωμένων πολιτικών κάθε άλλο παρά περισσεύει.
Ποιες είναι οι αιτίες για τη στροφή μεγάλου μέρους των πολιτών, καθημερινών ανθρώπων, με οικογένειες, μακριά από τη μετριοπάθεια και το «κατεστημένο»; Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερο ερώτημα.
Πάνω από 50 προσωπικότητες από τον ακαδημαϊκό χώρο, με διεθνή απήχηση, προσπάθησαν πρόσφατα να θέσουν τα πραγματικά ερωτήματα και να δώσουν κάποιες απαντήσεις, χωρίς να θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Οι θέσεις τους έχουν υιοθετηθεί ήδη από πολλούς ακόμη συναδέλφους τους.
«Για να αποφευχθούν μεγάλες ζημιές στην ανθρωπότητα και στον πλανήτη, πρέπει επειγόντως να φτάσουμε στις βαθύτερες αιτίες της λαϊκής δυσαρέσκειας», αναφέρει η έκκληση που δημοσίευσε πρόσφατα το διεθνές «Φόρουμ Νέας Οικονομίας» κατά τη διοργάνωση της συνόδου στο Βερολίνο «Winning back the People».
Ανάμεσα στις διεθνείς προσωπικότητες που υπέγραψαν το κείμενο, ήταν, μεταξύ άλλων, ο ο καθηγητής του Χάρβαρντ Dani Rodrik, η Mariana Mazzucato από το University College London, ο οικονομολόγος του Columbia Adam Tooze, ο Barry Eichengreen από το Berkeley, ο ειδικός σε θέματα ανισότητας Branko Milanovic, ο διάσημος πλέον Thomas Piketty, η Isabella Weber και ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Olivier Blanchard.
Τα αίτια της «λαϊκής δυσπιστίας» και οι λύσεις
Όπως σημειώνουν, «Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με ένα κύμα λαϊκής δυσπιστίας για την ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν την πλειοψηφία των πολιτών τους και να λύσουν τις πολλαπλές κρίσεις που απειλούν το μέλλον μας. Αυτό απειλεί να μας οδηγήσει σε έναν κόσμο επικίνδυνων λαϊκιστικών πολιτικών που εκμεταλλεύονται την οργή χωρίς να αντιμετωπίζουν τους πραγματικούς κινδύνους, που κυμαίνονται από την κλιματική αλλαγή έως τις αφόρητες ανισότητες ή τις μεγάλες παγκόσμιες συγκρούσεις».
Η διάγνωση του προβλήματος στην οποία καταλήγουν, έχει ενδιαφέρον. Όπως υποστηρίζουν, «η σημερινή δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη φιλελεύθερη δημοκρατία οφείλεται σε μια ευρέως διαδεδομένη εμπειρία πραγματικής ή αντιληπτής απώλειας ελέγχου που αφορά τα μέσα διαβίωσης αλλά και την τροχιά των κοινωνικών αλλαγών.
Αυτή η αίσθηση αδυναμίας έχει πυροδοτηθεί από κραδασμούς που προέρχονται από την παγκοσμιοποίηση και τις τεχνολογικές αλλαγές, οι οποίοι τώρα ενισχύονται από την κλιματική αλλαγή, την τεχνητή νοημοσύνη και το σοκ του πληθωρισμού.
Επιπλέον, οι δεκαετίες κακώς διαχειριζόμενης παγκοσμιοποίησης, η υπερβολική εμπιστοσύνη στην αυτορρύθμιση των αγορών και η λιτότητα έχουν καταργήσει την ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά σε τέτοιες κρίσεις».
«Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών», καταλήγουν, «σημαίνει ανοικοδόμηση αυτών των ικανοτήτων. Δεν προσποιούμαστε ότι έχουμε τις τελικές απαντήσεις. Ωστόσο, φαίνεται ζωτικής σημασίας ο επανασχεδιασμός ή η ενίσχυση πολιτικών με βάση ορισμένα από τα θεμελιώδη διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από όσα έχουν προκαλέσει τέτοια επίπεδα δυσπιστίας».
Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά όλο το κείμενο εδώ, με τις λύσεις που προτείνουν, έχει όμως σημασία να τονίσουμε ότι αυτές κινούνται σε τρεις βασικούς άξονες: Μια νέα ενεργή βιομηχανική πολιτική, μείωση των ανισοτήτων, αλλά και καλύτερη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης.
Υπάρχει, σημειώνεται στο κείμενο, «μια ολόκληρη σειρά πρωτοποριακών ερευνών για το πώς να σχεδιαστούν νέες βιομηχανικές πολιτικές, με καλές θέσεις εργασίας, για καλύτερη παγκόσμια διακυβέρνηση και με σύγχρονες πολιτικές για το κλίμα, που να μας αφορούν όλους. Είναι πλέον κρίσιμο να αναπτυχθούν περαιτέρω και να εφαρμοστούν στην πράξη.
Αυτό που χρειάζεται, είναι μια νέα πολιτική συναίνεση που θα αντιμετωπίζει τα βαθιά αίτια της δυσπιστίας των ανθρώπων, αντί να επικεντρώνεται απλώς στα συμπτώματα ή να πέφτει στην παγίδα των λαϊκιστών που προσποιούνται ότι έχουν απλές απαντήσεις».
Καταλήγουν δε με ένα αισιόδοξο αλλά και προειδοποιητικό μήνυμα: «Οποιαδήποτε προσπάθεια για επαναφορά των πολιτών και των κυβερνήσεών τους στη θέση του οδηγού έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να προάγει την ευημερία των πολλών αλλά να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα των κοινωνιών μας να επιλύουν κρίσεις και να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον.
Χρειαζόμαστε μια ατζέντα για να κερδίσουμε ξανά τον λαό. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο».
Ο κίνδυνος της «κοινωνίας του ενός τρίτου»
Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει σε ό,τι αφορά την ακριβή συνταγογράφηση, είναι όμως πλέον πολύ δύσκολο να διαφωνήσει με τη διάγνωση αυτών των διάσημων ακαδημαϊκών. Παρά τις όποιες προσπάθειες, είναι σαφές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό ότι κινδυνεύουμε από τις κοινωνίες των δύο τρίτων που κάποτε φοβόμασταν, να καταλήξουμε σε κοινωνίες όπου ευημερεί το πολύ 30%-40%, δηλαδή κοινωνίες του ενός τρίτου, ενώ οι υπόλοιποι νιώθουν πως κάθε χρόνος είναι μάλλον και χειρότερος.
Με ιδιαίτερα εύγλωττο και συνοπτικό τρόπο, περιέγραψε άλλωστε πρόσφατα αυτό το φαινόμενο και ο απερχόμενος πλέον πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος. Όπως είπε, επί δεκαετίες υπήρχε ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες ότι κάθε γενιά θα ζει καλύτερα από τις προηγούμενες. Το συμβόλαιο αυτό, πρόσθεσε, έχει πλέον διαταραχθεί.
Η πολυδιάσπαση των δυσαρεστημένων ήταν μέχρι τώρα ικανοποιητική άμυνα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου, για παράδειγμα, η ακροδεξιά για πρώτη φορά έλαβε χθες αθροιστικά σχεδόν 20%, αλλά κατακερματισμένο. Όμως η πολιτική της κυριαρχία, που αναδεικνύεται όχι πια μόνο σε περιφερειακές χώρες, στην Αυστρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, αλλά στο κέντρο βάρους της ΕΕ, σε μεγάλα κράτη όπως η Ιταλία και η Γαλλία, δείχνουν πως η πλήρης αλλαγή του πολιτικού κλίματος μπορεί να είναι θέμα σύντομου χρόνου.
Η πολιτική της «απομόνωσης» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, της συστηματικής πίεσης, μέσω και των οικονομικών ενισχύσεων, λειτούργησε εναντίον των αντιφρονούντων, όσο οι ανατροπές συνέβαιναν σε μικρότερες περιφερειακές χώρες. Δύσκολο να περιμένουμε να λειτουργήσει το ίδιο έμμεσο σύστημα, εάν στη Γαλλία κυβερνά η Μαρίν Λεπέν, στην Ιταλία η Τζόρτζια Μελόνι και στη Γερμανία δεύτερη δύναμη είναι αντισυστημικά ακραία κόμματα, όπως το AfD και το ΒSW.
Οι διάσημοι ακαδημαϊκοί μάλλον έχουν δίκιο. Ο χρόνος που απομένει δεν είναι πολύς, για να ασχοληθούν οι καθιερωμένες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις με τις αιτίες της οικονομικής στασιμότητας και της διεύρυνσης των ανισοτήτων, με την επίλυση προβλημάτων αντί της φραστικής απαξίωσης του πολιτικού αντιπάλου. Αυτές οι ευρωεκλογές ίσως ήταν το τελευταίο «καμπανάκι» για ένα επόμενο αντισυστημικό κύμα που δεν αποκλείεται να παρασύρει και τη χώρα μας, στην οποία το ύψος της χθεσινής αποχής άγγιξε το 60% και πρέπει επιτέλους να μας τρομάξει.
Όσοι μάλιστα εκτιμούν ότι και ο Στέφανος Κασσελάκης είναι ένας ακόμη εκπρόσωπος του λαϊκισμού, με θολό πολιτικό στίγμα, θα πρέπει να προβληματιστούν ακόμη περισσότερο από τα χθεσινά αποτελέσματα. Διότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τα δύο καθιερωμένα και κατά γενική ομολογία «συστημικά» κόμματα, έλαβαν συνδυαστικά περίπου 41% όσων πήγαν να ψηφίσουν.