Οι σκιές σε θέματα διαφάνειας, με αιχμή των υπόθεση των Τεμπών, έχουν πυκνώσει. Αποκτούν βάρος που, συνδυαζόμενο με τα προβλήματα της καθημερινότητας και τα ποικίλα μέτωπα που άνοιξε η κυβέρνηση μέσα σε 2-3 μήνες, βυθίζει τη δημοτικότητά της.
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis, που δείχνει υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας κατά 5,1% σε διάστημα ενός μηνός, αποτυπώνει αυτή την εικόνα, ενώ βρισκόμαστε κοντά στις ευρωεκλογές, από τα αποτελέσματα των οποίων ενδέχεται να προκύψει η επιστροφή της χώρας σε περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο καθιερωμένο κυριακάτικο σημείωμά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στο δίπολο μεταξύ «δημαγωγίας» και «πατριωτισμού της ευθύνης». Γνώριζε μάλλον ότι το δημοσίευμα της εφημερίδας «Το ΒΗΜΑ» για μονταζιέρα στα Τέμπη θα ρίξει νέο λάδι στη φωτιά που καίει την κυβερνητική αξιοπιστία στα μάτια της κοινής γνώμης.
Η αντιπολίτευση κινήθηκε άμεσα, είτε ζητώντας εκλογές (ΣΥΡΙΖΑ) είτε την κατάθεση πρότασης μομφής (ΠΑΣΟΚ). Πρόκειται για κινήσεις που αποσκοπούν να «στριμώξουν» πολιτικά την κυβέρνηση, παρότι δεν αναμένεται να έχουν πρακτικό αποτέλεσμα. Ο υπαρκτός κίνδυνος που διαγράφεται για εκείνη είναι η «απονομιμοποίησή» της σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Διότι εκεί βρίσκεται, πλέον, το πιο σοβαρό πρόβλημα της κυβέρνησης. Το αρνητικό «σερί» των χειρισμών της σε ευαίσθητα θέματα, από τις υποκλοπές, στα Τέμπη, ακόμη και στο θέμα των email των αποδήμων, έχουν δημιουργήσει ατμόσφαιρα εντεινόμενης καχυποψίας σε θέματα διαφάνειας και λειτουργίας των θεσμών, περιλαμβανομένης δυστυχώς και της Δικαιοσύνης.
Κι αν το θέμα των υποκλοπών πράγματι δεν απασχολεί όσο ίσως θα έπρεπε την κοινή γνώμη, η τραγωδία των Τεμπών έχει ήδη εξελιχθεί σε «νέο Μάτι», που ξεκάθαρα πλήττει την κυβέρνηση.
Είναι προφανές πως όταν το 88% των πολιτών πιστεύει πως το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα δεν έχουν κινηθεί αποτελεσματικά για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, ενώ το 77% θεωρεί ότι υπάρχει απόπειρα συγκάλυψης, το κλίμα έχει παγιωθεί. Δεν αναστρέφεται με λόγια, όσο ωραία κι αν ακούγονται.
Η υπερβολή δε των κυβερνητικών αντιδράσεων, με κατηγορίες προς όλη ανεξαιρέτως την αντιπολίτευση(!) περί «προσπάθειας αποσταθεροποίησης της χώρας», περισσότερο δείχνει όψιμο πανικό παρά αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας που τείνει να διαμορφωθεί.
Η πραγματικότητα αυτή επιτάσσει ταχεία αλλαγή πλεύσης στα ζητήματα που πληγώνουν την κυβέρνηση, με πρώτο -αλλά όχι μόνο βεβαίως- αυτό των Τεμπών. Για παράδειγμα, η έκδηλη προσπάθεια προστασίας του Κώστα Αχιλλέα Καραμανλή, έχει γίνει μπούμερανγκ, γεγονός που φαίνεται πλέον να αντιλαμβάνεται (με μεγάλη υστέρηση) και πληθώρα στελεχών της κυβερνώσας παράταξης.
Εάν η κυβέρνηση δεν αλλάξει ρότα, με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι πιθανό ότι σύντομα θα βρεθεί στο σημείο χωρίς επιστροφή. Εκείνο το σημείο από το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολη η επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση.
Εάν στις επερχόμενες ευρωεκλογές η Νέα Δημοκρατία λάβει ποσοστό αισθητά κάτω από τον πήχη του 33% που έλαβε το 2019, δεν αποκλείεται να πυροδοτηθούν εξελίξεις όχι μόνο προς τα αριστερά αλλά και προς τα δεξιά της. Εκεί όπου ήδη συσσωρεύεται σε διαφορετικές παρατάξεις, ένα ποσοστό πάνω από 17%, έναντι σχεδόν 13% στις τελευταίες εθνικές εκλογές!
Ως γνωστόν η πολιτική απεχθάνεται τα κενά και σπεύδει με κάποιο τρόπο να τα καλύψει. Οπότε η έλλειψη ισχυρού πολιτικού αντιπάλου σήμερα, ίσως αποδειχθεί νόμισμα με δύο όψεις.
Πράγματι, η ανάδειξη αντίπαλου δέους θα απαιτήσει χρόνο. Από την άλλη, όμως, η έλλειψή του εγκυμονεί τον κίνδυνο απροσδόκητων εξελίξεων μέσα στη Νέα Δημοκρατία, εφόσον ασθενήσει η προοπτική περαιτέρω «αυτοδύναμης» εξουσίας, που κατά κανόνα λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία.