Πίσω από τον καταιγισμό δημοσιευμάτων για τη μελλοντική απειλή της Ρωσίας κατά της Ευρώπης, δεν κρύβονται μόνο οι προσπάθειες κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης για τη συνεχιζόμενη υποστήριξη της Ουκρανίας, ούτε απλώς οι φόβοι για επικράτηση του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρότι δεν ομολογείται ανοικτά από πολιτικές ηγεσίες, υπάρχει και η -καθυστερημένη- διαπίστωση ότι έχοντας παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος της άμυνάς της στις ΗΠΑ, η «ενωμένη» Ευρώπη εμφανίζει στην τρέχουσα συγκυρία δύο σημαντικά μειονεκτήματα.
Αφενός, υποχρεούται να συμβιβαστεί με τις αμερικανικές πολιτικές και προτεραιότητες, χωρίς μεγάλα περιθώρια χειραφέτησης, αφετέρου, τυγχάνει υποδεέστερης αντιμετώπισης σε σχέση με τις καθιερωμένες υπερδυνάμεις, στο μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι της εποχής μας.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που ίσως καταβληθούν, τέτοιου είδους ανισορροπίες δεν αλλάζουν παρά μόνο σε διάστημα δεκαετιών, ακριβώς όπως προέκυψαν σε διάστημα δεκαετιών, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η Ελλάδα (για τους δικούς της ειδικούς λόγους), αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες δαπάνες. Επιβεβαιώνονται έτσι δύο αξιώματα ευρύτερης εφαρμογής, που θα πρέπει να προβληματίσουν σε σχέση και με άλλες αποφάσεις της εκάστοτε κρατούσας ευρωπαϊκής πολιτικής.
Πρώτον, ότι οι απόψεις που ενίοτε κυριαρχούν στο πολιτικό και ιδεολογικό σκηνικό δεν είναι απαραίτητα ορθές, καθώς αυτό μέλλει να διαπιστωθεί σε βάθος χρόνου. Συχνά μετατρέπονται σε αποφάσεις που χαρακτηρίζονται από πολιτική μυωπία, εστιασμένες στον εκάστοτε επόμενο εκλογικό κύκλο και την ιδεολογική «μόδα» της περιόδου.
Δεύτερον, ότι αποφάσεις που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου πρέπει να μελετώνται εξαντλητικά, μέσα και από το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας, πριν εφαρμοστούν. Διότι η ανατροπή τους μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά επίπονη, ή και αδύνατη, με βαριές συνέπειες. Τελικά, «όλα εδώ πληρώνονται», κατά τη λαϊκή ρήση.
Ευρωπαϊκά κενά σε συμβατικές και πυρηνικές δυνάμεις
Η εικόνα της ευρωπαϊκής άμυνας σήμερα είναι εξαιρετικά δυσάρεστη. Με εξαίρεση χώρες που έχουν παραδοσιακά εδραιωμένα δόγματα, όπως η Φινλανδία, τα ευρωπαϊκά στρατεύματα είναι «κούφια». Πέρα από το συγκριτικά μικρό αριθμητικό τους μέγεθος, τα αποθέματά τους σε πολεμοφόδια είναι χαμηλά, όπως και οι δυνατότητες παραγωγής της αμυντικής τους βιομηχανίας. Με απλά λόγια, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις καταστροφικές δυνάμεις που εξαπολύονται σε ένα σύγχρονο πόλεμο.
Ομοίως, σε μια εποχή όπου αναδεικνύεται και η σημασία της πυρηνικής αποτροπής, η μόνη χώρα της «ενωμένης» Ευρώπης με πυρηνικά όπλα είναι η Γαλλία. Αυτόνομη ή χειραφετημένη ευρωπαϊκή άμυνα όμως, χωρίς πυρηνικές δυνάμεις υπό τον έλεγχό της, ή έστω υπό τον έλεγχο και άλλων ισχυρών χωρών της, όπως η Γερμανία, δεν γίνεται να υπάρξει. (Δείτε το προηγούμενο πιο αναλυτικό σημείωμα επί του θέματος)
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τυχόν αλλαγή πορείας θα έχει μεγάλο οικονομικό και πολιτικό κόστος (πιθανώς και με διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΕ), σε μια περίοδο που η Ευρώπη ταλανίζεται από οικονομική στασιμότητα, σημαντικά χρέη και ελλείμματα.
Η ελληνική εξαίρεση και τα λάθη που συνεχίζονται
Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης, ως εξαίρεσης στον ευρωπαϊκό κανόνα, είναι ότι παρά τις μεγάλες οικονομικές θυσίες (που συνεχίζονται), η εικόνα δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Ίσως η μεγαλύτερη «στρατηγική» έλλειψη αφορά την αμυντική βιομηχανία, η οποία, πέρα από 2-3 εξαιρέσεις (μία εξ αυτών η Τheon, που έκανε πρόσφατα το ντεμπούτο της στο Εuronext), βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Διάχυτη επίσης είναι η αίσθηση μεταξύ στρατιωτικών αναλυτών και ειδικών ότι η χώρα μας κάνει διαχρονικά «συλλογή» εντυπωσιακών οπλικών συστημάτων, μεγάλης αξίας (όχι όμως και προστιθέμενης αξίας για την ελληνική παραγωγή-τεχνολογία), χωρίς να μεριμνά επαρκώς για τους λιγότερο προβεβλημένους παράγοντες ισχύος, σε θέματα πυρομαχικών και πυραύλων, drones, οργάνωσης εφεδρειών, εκπαίδευσης κ.λπ.
Ένα από τα διδάγματα του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και των όσων συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, είναι ότι οι ευρέως διαδεδομένες συγκρίσεις αριθμών σε μεγάλα οπλικά συστήματα και η υιοθέτηση διαφόρων δήθεν «θαυματουργών όπλων» σπανίως προδικάζουν το αποτέλεσμα. Είτε πρόκειται για τη δημιουργία τετελεσμένων είτε για πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης διάρκειας.
Η φύση των συρράξεων σήμερα συνδυάζει σχεδόν τα πάντα. Από ασύμμετρες «στιγμιαίες» επιθέσεις που επιφέρουν μακροχρόνια στρατηγικά αποτελέσματα (όπως η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ), έως τον «βιομηχανικό» πόλεμο φθοράς που παρατηρούμε στην Ουκρανία.
Το αποτέλεσμα συνήθως κρίνεται από ένα συνδυασμό παραγόντων, μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστούν οι δυνατότητες ανεφοδιασμού και αναπλήρωσης απωλειών, η ορθή οργάνωση και διοίκηση, ο έλεγχος της πληροφορίας και η ταχύτητα λήψης αποφάσεων, η ποιότητα της εκπαίδευσης και των στελεχών.
Ο συσχετισμός αναγκών και μέσων
Όλα τα παραπάνω βεβαίως σχετίζονται και με ερωτήματα που αφορούν τις απειλές. Αλλιώς π.χ. εξοπλίζεσαι για μια καθαρά αμυντική αποστολή, σε συγκεκριμένα σημεία, αλλιώς εάν προτίθεσαι να συμμετάσχεις στο άθλημα της «προβολής ισχύος», εκτός του εθνικού εδάφους
Εάν πράγματι η Ευρώπη επιδιώξει την αμυντική της χειραφέτηση από τις ΗΠΑ, έστω ως ένα βαθμό, θα προκύψουν τέτοια σημαντικά ερωτήματα. Ετοιμάζεται για την απειλή της Ρωσίας, σύμφωνα με την εμφανιζόμενη ως κρατούσα άποψη σήμερα, ή και για την προάσπιση των συμφερόντων της σε ευρύτερη κλίμακα, όπως για παράδειγμα στη Μέση Ανατολή, ενδεχομένως και στην Αφρική ή την Ασία;
Όσο πιο περίπλοκα τα ερωτήματα βεβαίως, τόσο πιο δύσκολες και οι απαντήσεις από χώρες που έχουν σε πολλές περιπτώσεις διακριτά αν όχι και αντίθετα γεωπολιτικά συμφέροντα. Θα πρέπει να το έχουμε και αυτό υπόψη μας, όταν μιλάμε για «ευρωπαϊκή άμυνα», προσπαθώντας να αναγνωρίσουμε τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Τέτοιου είδους ερωτήματα θα πρέπει όμως να απαντήσει και η χώρα μας, προκειμένου να σχεδιάσει καλύτερα την άμυνά της, σε ένα εντελώς αβέβαιο γεωπολιτικό τοπίο και μέσα στους περιορισμούς που θέτει το δημογραφικό και οικονομικό της μέγεθος.
Προς το παρόν αυτή η συσχέτιση αναγκών και μέσων δεν φαίνεται να συμβαίνει, ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο. Ίσως επειδή η «εθνική άμυνα» κατέστη σταδιακά παράγοντας ήσσονος σημασίας για τη Δυτική Ευρώπη, επηρεάζοντας νοοτροπίες, αντιλήψεις και πρακτικές που δεν αλλάζουν έτσι εύκολα. Μπορεί να μην το παραδεχόμαστε ανοιχτά, αλλά αυτό συνέβη εν μέρει και στην Ελλάδα, κι όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης.
Η αντιστροφή αυτής της διαδικασίας δείχνει να επιβάλλεται σήμερα από την πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κοινή γνώμη θα ξεχάσει τις απόψεις περί διαρκούς ειρήνης, στις οποίες εθίστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ειδικά στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η στροφή «από το βούτυρο στα κανόνια» μάλλον δεν θα αποδειχθεί πολιτικά αναίμακτη για όσους πραγματικά τη δοκιμάσουν.
Η χώρα μας ξεκινά από διαφορετική αφετηρία, ωστόσο δεν φαίνεται να προσαρμόζει ως τώρα το αμυντικό της δόγμα (και την πολιτική εξοπλισμών της) στις κοσμογονικές αλλαγές που επιφέρουν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις που διεξάγονται. Το θέμα ελάχιστα απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, πέρα από τις τετριμμένες διαμάχες περί των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τους διθυράμβους για την αγορά οπλικών συστημάτων μεγάλης αξίας.
Ενδεικτικό ίσως το ότι σε μία φάση οικονομικής ανάπτυξης και υποτιθέμενης ενίσχυσης της ελληνικής παραγωγής, ελάχιστοι ασχολούνται με την οικονομική διάσταση ενός εγχειρήματος για την εδραίωση εγχώριας αμυντικής παραγωγής -και του ρόλου που θα έπαιζε στη μεταφορά τεχνογνωσίας.
Όπως προαναφέραμε, όμως, όλα εδώ πληρώνονται…