Ποιες είναι οι αιτίες για την αναζωπύρωση του ακροδεξιού λαϊκισμού; Οι περισπούδαστες αναλύσεις όλο και πυκνώνουν, καθώς τα ποσοστά της ακροδεξιάς ανεβαίνουν στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης.
Οι απαντήσεις είναι πολύ απλούστερες από όσο ίσως θα επιθυμούσαν πολιτικοί και επαΐοντες. Λαϊκισμός, λέει ο ορισμός του λεξικού της Οξφόρδης, είναι «η πολιτική προσέγγιση που επιδιώκει να προσελκύσει συνηθισμένους ανθρώπους, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι ανησυχίες τους δεν λαμβάνονται υπόψη από τις ελίτ ενός κατεστημένου».
Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός, είτε εκ δεξιών είτε εξ αριστερών, υποχρεωτικά κινείται μέσα στα περιθώρια που του αφήνει η δυσαρέσκεια απέναντι στις ελίτ της εξουσίας. Η απάντηση αυτή βέβαια δεν αρέσει καθόλου στους πολιτικούς. Διότι συνιστά ομολογία αποτυχίας, ενώ προϋποθέτει αυτοκριτική και αλλαγή ουσιωδών πολιτικών.
Προτιμούν να παρουσιάζουν επιμέρους παράγοντες, όπως η ακρίβεια, το μεταναστευτικό, ή τα social media, περισσότερο όμως ως να ήταν… φυσικά φαινόμενα με αναπόφευκτες συνέπειες, και όχι ως αποτυχίες πολιτικής που σταδιακά πληρώνονται.
Το ότι ο δεξιός λαϊκισμός φουντώνει, έχει επίσης απλή εξήγηση: Μεταναστευτικό και παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζονται από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ως βασική αιτία οικονομικών δυσκολιών και κοινωνικών δυσλειτουργιών. Ταυτόχρονα, συνδυάζονται με τον διαρκώς αυξανόμενο «δικαιωματισμό» (που εμφιλοχωρεί σταδιακά και σε θέματα «πυρηνικών» αξιών), αλλά και με το αίσθημα ανασφάλειας για το μέλλον, ωθώντας προς την επιστροφή σε παραδοσιακά και εθνικιστικά πρότυπα του παρελθόντος.
Πρόκειται για συνδυασμό που εύλογα φέρνει τη σύγχρονη Αριστερά, με τις διεθνιστικές και προοδευτικές καταβολές, σε μεγάλη αμηχανία, συρρικνώνοντας τα ποσοστά της.
Ομοίως, όσοι κακίζουν την εξάπλωση της «μεταπολιτικής», δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στα πεπραγμένα της πολιτικής. Στις περισσότερες δημοκρατίες, υπάρχει έντονο κύμα αμφισβήτησης της κατεστημένης πολιτικής, που συχνά κατηγορείται για υποκρισία, εξυπηρέτηση ισχυρών συμφερόντων και σκάνδαλα που καλύπτονται από ένα μανδύα καθωσπρεπισμού. Η αδυναμία της να κινητοποιήσει, ιδίως άτομα νεότερης ηλικίας, δεν είναι ελληνικό αλλά διεθνές φαινόμενο.
Το πρώτο αποτέλεσμα (που παρατηρείται και στην Ελλάδα), είναι η μειωμένη ενασχόληση με την πολιτική και η ραγδαία πτώση της συμμετοχής στην κορυφαία δημοκρατική διαδικασία, τις εκλογές.
Το δεύτερο, η μετατροπή του καθωσπρεπισμού, του καλώς εννοούμενου «κύρους» του πολιτικού προσώπου, που παλαιότερα λειτουργούσε και ως πρότυπο, σε μειονέκτημα. Ως μια όψη υποκρισίας αλλά και ως χαρακτηριστικό μιας κυρίαρχης ελίτ, αποστασιοποιημένης από τον πολίτη. Μια στάση που συνοδεύεται από καχυποψία στις σύνθετες πολιτικές έννοιες και προτάσεις (θεωρώντας τες απόπειρες να θολώσουν τα νερά), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στην υιοθέτηση επιφανειακά απλών λύσεων και συνθημάτων.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι διάφοροι πετυχημένοι λαϊκιστές απομακρύνονται συνειδητά από τα κατεστημένα πρότυπα του παρελθόντος. Ο Τραμπ έσπασε ταμπού δεκαετιών στις ΗΠΑ, με αυτά που έλεγε και έκανε, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά. Κατάφερε όμως να πείσει, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, ότι είναι ο «δισεκατομμυριούχος της διπλανής πόρτας», που θα αλλάξει το σύστημα και θα κάνει «την Αμερική ξανά μεγάλη». Πολλοί ειδικοί αναγνωρίζουν ότι αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία, μάλλον θα είχε εκλεγεί ξανά, ενώ σήμερα είναι πρώτος στις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές του 2024, όντας κατηγορούμενος σε μια σειρά υποθέσεων.
Μόνο και μόνο αυτό θα έπρεπε να μας λέει πολλά για το πώς αντιμετωπίζει σήμερα το σύστημα και το κατεστημένο πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Κι όχι σε μια οποιαδήποτε τυχαία χώρα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον ουσιαστικό αλλά και συμβολικό της ρόλο στην άνθηση της Δυτικής Δημοκρατίας. Κάποια στιγμή λοιπόν πρέπει να αναρωτηθούμε αν πάει στραβά ο λαός ή μήπως στραβά αρμένιζαν οι κυβερνήσεις.
Θυμίζουμε και για τα πρόσφατα δικά μας, πέρα από το «φαινόμενο» του ποινικού Κασιδιάρη, τη θριαμβευτική νίκη του Αχιλλέα Μπέου στις δημοτικές εκλογές του Βόλου το 2014, ενώ ήταν τότε κατηγορούμενος, αλλά και την τρίτη κατά σειρά νίκη του, από τον πρώτο γύρο, στις εκλογές του Οκτωβρίου. Με την πόλη πλημμυρισμένη και τον ίδιο να δίνει ρεσιτάλ ανάρμοστης συμπεριφοράς, με βρισίδια και προσβολές.
Επιστρέφοντας όμως στη διεθνή σκηνή, ίσως πολύ πιο ενδεικτικό του τι πραγματικά συμβαίνει, το ότι πριν λίγες μέρες, ο Έλον Μασκ, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ένας από τους γκουρού της τεχνολογικής επανάστασης και κορυφαίο πρόσωπο στις αμερικανικές business, έκανε το μέχρι πρότινος ανήκουστο.
Καλεσμένος σε συνέδριο των New York Times με τηλεοπτική κάλυψη και παρουσία του αντίστοιχου κοινού, ο ιδιοκτήτης του «Χ» (πρώην twitter) ρωτήθηκε τι απαντά στους διαφημιζόμενους που διέκοψαν τη συνεργασία με το «Χ», μετά από δικό του σχόλιο που θεωρήθηκε αντισημιτικό (και για το οποίο ζήτησε συγγνώμη).
«Tους απαντώ… άντε γ@μ@θείτε. Νομίζετε ότι μπορείτε να με εκβιάσετε με τα λεφτά;» ήταν το σχόλιό του, που αναμεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Και όχι, για αυτό το σχόλιο δεν υπήρξε καμία συγγνώμη.
Ο εξαιρετικά ιδιόρρυθμος Μασκ είναι διεθνής φυσιογνωμία με πολιτική φόρτιση (ιδίως από τότε που απέκτησε το «Χ»). Δηλώνει «απόλυτος ως προς την ελευθερία του λόγου» και έχει φανατικούς υποστηρικτές στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων.
Για εκείνους, η στάση του, ακόμη και η απαξιωτική βρισιά, ήταν «μια νίκη της ελευθερίας απέναντι στη woke κουλτούρα». Η έκφραση δεν είναι τυχαία, ούτε η υποστήριξη εστιασμένη μόνο στις ΗΠΑ. Αυτός ήταν ο τίτλος άρθρου του αρχισυντάκτη της γερμανικής Welt, την περασμένη Παρασκευή.
Σημειώστε επίσης ότι με 165 εκατομμύρια ακολούθους, ο Μασκ είναι πρωταθλητής δημοφιλίας στο «Χ», με δεύτερο τον Μπάρακ Ομπάμα που έχει 132 εκατ. ακολούθους, ενώ έπονται μεγάλα αστέρια της αμερικανικής showbiz και αμέσως μετά ο Ντόναλντ Τραμπ, με κάτι λιγότερο από 90 εκατ. ακολούθους.
Ο Αχιλλέας Μπέος επιφανειακά έχει τόση σχέση με τον Μασκ όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Εσχάτως, τους συνδέει όμως η απαράδεκτη για τα «ειωθότα» συμπεριφορά τους, αλλά και η αποδοχή από μέρος του κοινού μιας στάσης που χαρακτηρίζεται «γνήσια» απέναντι στην «υποκρισία» του συστήματος.
Για κάποιους, ο Μπέος είναι «λεβέντης» και «γνήσιος». Σαν τον Μασκ (και τον Τραμπ) αλλά σε πιο λαϊκή μικρογραφία. Ένας «επαναστάτης» απέναντι στις νόρμες του κατεστημένου, που αντιδρά με τον τρόπο που αντιδρούν (ή θα ήθελαν να αντιδράσουν) και πολλοί άλλοι, στη δική τους ζωή.
Είναι βεβαίως σημαντικό ότι, εν αντιθέσει με άλλες χώρες, ο Μπέος και ο Κασιδιάρης κινούνται αριθμητικά στο περιθώριο της ελληνικής πολιτικής, ενδεχομένως επειδή άλλες μορφές «οικείου» και πιο ήπιου λαϊκισμού, από τον Άδωνι Γεωργιάδη ως τον Παύλο Πολάκη, έχουν κατακτήσει χώρο μέσα στο σύστημα. Στον χώρο του κέντρου πάλι, όπως και λίγο δεξιότερα και αριστερότερα, φαίνεται να κυριαρχεί η αίσθηση ότι το τέλος των μνημονίων «σφράγισε» ενδεχομένως και το τέλος του αντισυστημικού λαϊκισμού στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να το πιστεύει, αν κρίνουμε από το πόσο συχνά επαναλαμβάνει συναφείς δηλώσεις.
Ωστόσο, οι γενεσιουργές αιτίες του αντισυστημικού λαϊκισμού ουδόλως έχουν εξαλειφθεί, ενώ η πληθώρα μικρών κομμάτων στην ελληνική Βουλή, ιδίως στα δεξιά, αλλά και τα υψηλότατα ποσοστά αποχής στις εκλογές του 2023 (εθνικές και αυτοδιοικητικές), δεν αποτελούν ενθαρρυντικές ενδείξεις. Μαρτυρούν ότι υπάρχει σοβαρή απόσταση πολλών ψηφοφόρων από τη σημερινή πολιτική σκηνή κι ότι το φαινόμενο μάλλον βρίσκεται σε πρόσκαιρη ύφεση. Όχι ότι έχει καταπολεμηθεί. Κρίνοντας και από τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, από τις τάσεις που επικρατούν διεθνώς, είναι ίσως πιθανότερο ότι το κενό θα καλυφθεί από μια καινούργια εκδήλωση λαϊκισμού παρά το αντίθετο.
Όσο για τη μεταπολιτική, μένει να διαπιστωθεί πόσο θα αυξηθεί ο ρόλος της στο μέλλον. Το ότι θα αυξηθεί μάλλον θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Φροντίζουν για αυτό οι επικρατούσες μορφές επικοινωνίας, τα σφάλματα της κανονικής πολιτικής και η διαφαινόμενη οπισθοδρόμηση της «πολιτικής και κοινωνικής μόρφωσης» ως μέρους της παιδείας μας.
Τουλάχιστον αν κρίνουμε από τις γνώσεις που πραγματικά αποκτούν οι μη εξειδικευμένοι απόφοιτοι.