Παρά τις προσπάθειες αρκετών ετών, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει. Αυτό αποδεικνύει η αναντιστοιχία ανάμεσα στα δηλούμενα εισοδήματα και στις καταναλωτικές δαπάνες, η οποία έφτασε το 2022 στα 70 δισ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις αντί να μειωθούν, αυξήθηκαν.
Στα πλαίσια αυτά, οι προωθούμενες αλλαγές στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών αποτελούν (παρότι θα αποφέρουν περίπου 600 εκατ. ευρώ πρόσθετα έσοδα) κυριολεκτικά σταγόνα στον ωκεανό.
Η προτεινόμενη βασική ρύθμιση είναι στην πράξη ένα τεκμήριο (είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, άρα πρέπει να βγάζεις τουλάχιστον τόσα όσα ένας χαμηλόμισθος), που εμφανίζεται ως λύση ανάγκης, καθώς το κράτος λέει πως δεν έχει βρει ακόμη αποτελεσματικότερο τρόπο για την πάταξη αυτής της κατηγορίας φοροδιαφυγής.
Από τη μία, θα αποδειχτεί ίσως άδικη για κάποιους, όχι και τόσο πολλούς, που πρόσκαιρα δεν έχουν τα αντίστοιχα έσοδα. Κι από την άλλη, κάθε ελεύθερος επαγγελματίας γνωρίζει πλέον ότι εφόσον πληρώνει το ελάχιστο, μπορεί να συνεχίσει να φοροδιαφεύγει, ασχέτως του ύψους των πραγματικών εισοδημάτων του.
Αρκεί να μην τον πιάσουν στα πράσα.
Το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία για τα έσοδα του κράτους. Εύκολα θα θυμηθείτε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, πως όταν ρωτάτε «τι χρωστάω», η απάντηση κατά κανόνα είναι «τόσα συν το ΦΠΑ». Το άνευ αποδείξεως είναι βεβαίως και άνευ ΦΠΑ. Προσωπικά δεν έχω ακόμη συναντήσει κάποιον που να προτείνει «δώσε μαύρα να γλιτώσεις το ΦΠΑ και έξτρα 5% έκπτωση, γιατί δεν θα πληρώσω φόρο».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το κίνητρο για τον πελάτη που συμμετέχει στη συναλλαγή άνευ φόρου είναι να μειώσει το κόστος, γλιτώνοντας τον ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, το νέο αυτό φορολογικό πλαίσιο μάλλον δεν θα αντιμετωπίσει τα διαφυγόντα έσοδα από τον ΦΠΑ (στο σύνολό τους υπολογίζονται σε 3,2 δισ. σε όλη την οικονομία), παρά μόνο εκείνα που αφορούν τον φόρο εισοδήματος των ελεύθερων επαγγελματιών ως το τεκμαρτό όριο.
Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι σπανίως ένας πελάτης που συμμετέχει στη φοροδιαφυγή προτιμά το υψηλότερο κόστος, αλλά και ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν θα θελήσει να «χάσει τη δουλειά», επειδή βγαίνει ακριβός, απαιτώντας ΦΠΑ, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι ότι το κράτος θα πάρει τα 600 εκατ. ευρώ, η φοροδιαφυγή θα συνεχίσει να οργιάζει, αλλά και τα έσοδα από τον ΦΠΑ θα χάνονται.
Υπό μία έννοια, πάντως η νέα ρύθμιση έχει και την… πονηριά της.
Αν υποθέσουμε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο (που σήμερα δεν μπορεί ή δεν θέλει να εφαρμόσει), το κράτος αποκτούσε τη δυνατότητα να «συλλάβει» τη φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ, τότε αυτόματα όσες υπηρεσίες (και προϊόντα) πληρώνονται σήμερα με «μαύρα», θα κόστιζαν περισσότερο στον πελάτη. Σε μια περίοδο που οι περισσότεροι πολίτες, όπως δείχνουν όλες οι έρευνες, ζορίζονται για να αντεπεξέλθουν στην ακρίβεια.
Πώς θα αντιμετωπιζόταν αυτό; Με μείωση της φορολογίας όλων των υπολοίπων, που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες (μια κατηγορία που επίσης εμφανίζει ανύπαρκτα φορολογικά εισοδήματα, αλλά βρίσκεται μονίμως στο απυρόβλητο).
Ωστόσο η διαφορά στον «χρονισμό» αυτής της τακτοποίησης αλλά και η επικοινωνιακή δυσκολία εξήγησης του πρόσθετου βάρους (τις δαπάνες τις πληρώνεις άμεσα, τη φοροελάφρυνση θα την έβλεπες σίγουρα με καθυστέρηση), δεν αποκλείεται να δημιουργούσε πολύ ισχυρότερους πολιτικούς κραδασμούς.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι κάνει «μεταρρύθμιση», επειδή έβαλε ένα τεκμήριο που αυξάνει λίγο τα έσοδα του κράτους και η άλλη πλευρά να φωνάζει διαμαρτυρόμενη για κεφαλικούς φόρους και άλλα αστεία, στην ουσία όμως τίποτα δεν αλλάζει στους όρους του παιχνιδιού.
Απλά αυξήθηκε η «γκανιότα», όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, ή το... cost of doing business, που λένε οι πιο τεχνοκράτες.