Ίσως φταίνε οι δεκαετίες σχεδόν απόλυτης ειρήνης που μεσολάβησαν χωρίς έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Ίσως φταίει η επικράτηση της λαϊκιστικής πολιτικής, με απλοϊκά συνθήματα, ακόμη κι από εκείνους που λένε πως δεν είναι λαϊκιστές. Ίσως η ψευδαίσθηση ότι το κυρίαρχο σύστημα μπορεί πάντα να ελέγχει τις εξελίξεις.
Ό,τι κι αν φταίει, ολοένα και περισσότερο η κοινή γνώμη, καθοδηγούμενη από τις πολιτικές ηγεσίες, δείχνει να υπνοβατεί προς τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 80 ετών.
Η αρχή έγινε στην Ουκρανία, όταν δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθεί η μεγαλύτερη σύγκρουση στην Ευρώπη, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρότι υπήρχαν ειδικοί που προειδοποιούσαν ότι το Ουκρανικό αποτελεί «κόκκινη γραμμή», όχι απλώς για τον Πούτιν αλλά για το ρωσικό σύστημα, ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Το δεύτερο -και ίσως σοβαρότερο- επεισόδιο συμβαίνει τώρα στη Μέση Ανατολή. Οι κίνδυνοι είναι ξεκάθαροι. Οι πιθανές επιπτώσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές, τεράστιες. Ελάχιστοι όμως δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η υπεραντίδραση από πλευράς Ισραήλ αποτελούσε τον κύριο στρατηγικό στόχο του αποτρόπαιου τρομοκρατικού χτυπήματος της Χαμάς, όπως άλλωστε συμβαίνει με πολλά τρομοκρατικά πλήγματα.
Ομοίως, ελάχιστοι δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η Γάζα κινδυνεύει να γίνει «σημείο χωρίς επιστροφή» για την αξιοπιστία της Δύσης, σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εγκλήματα πολέμου. Κάτι που -ευτυχώς- φαίνεται να έχει αντιληφθεί η ηγεσία του ΟΗΕ, εν μέρει και ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη.
Η σύνδεση Ουκρανίας - Ισραήλ και οι γεωπολιτικές συνέπειες
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι 120 χώρες υπερψήφισαν στον ΟΗΕ την προστασία των αμάχων στη Γάζα και την τήρηση των ανθρωπιστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, ούτε ότι μαζί με το Ισραήλ καταψήφισαν μόνον οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Κροατία και άλλες έξι χώρες που δυσκολεύεσαι να βρεις στον χάρτη, όπως τα νησιά Φίτζι και το Τόγκο.
Θα ήταν εσφαλμένο λοιπόν να εξετάσουμε χωριστά τα όσα συμβαίνουν στο Ισραήλ και στην Ουκρανία, ακόμη κι αν δεν υπάρχει άμεση σύνδεση, όπως αρκετοί ειδικοί υποψιάζονται.
Η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή και η εμπλοκή των ΗΠΑ προς υποστήριξη του Ισραήλ ανοίγει ένα νέο μέτωπο στην αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας της Δύσης, την ίδια ώρα που απομακρύνει τις Αραβικές χώρες και περίπου 2 δισ. μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού, από το δυτικό στρατόπεδο.
Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί χειρότερη ώρα για τη Δύση να «χαρίσει» τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην αποκλειστική επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας. Κι όμως, υπάρχουν προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα στην Ευρώπη (με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, την υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ ή την υπουργό Αμυνας της Τσεχίας Γιάνα Τσερνόχοβα), που με τη στάση τους δείχνουν ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να το καταφέρουν!
Η κατάσταση είναι μάλλον χειρότερη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δύο από τους φερέλπιδες προεδρικούς υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων, η Νίκι Χέιλι και ο Βιβέκ Ραμασβάμι έχουν υπερακοντίσει ακόμη και τον Τραμπ σε δηλώσεις υπέρ του απεριόριστου δικαιώματος του Ισραήλ να κάνει αντίποινα στη Γάζα, για να εξολοθρεύσει τη Χαμάς.
Την ίδια ώρα και παρά τις πιο προσεκτικές επιλογές του, η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν έχει κατρακυλήσει στο 37%, καθώς για πρώτη φορά στα χρονικά, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση της Gallup, οι περισσότεροι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών είναι υπέρ των Παλαιστινίων!
Πέρα όμως από τις επιπτώσεις στην παγκόσμια κοινή γνώμη, η σύρραξη στη Μέση Ανατολή έχει και αμιγώς αμυντικές συνέπειες. Παρά τις πρόσφατες «διαβεβαιώσεις» του Αμερικανού προέδρου ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αντεπεξέλθουν σε δύο συρράξεις και να αποτρέψουν μια τρίτη (πιθανώς στην Ταϊβάν), οι διεθνείς ειδικοί διατηρούν σοβαρές αμφιβολίες εάν η στρατιωτική βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών και ευρύτερα της Δύσης έχει τις δυνατότητες να ανταποκριθεί, όπως αναφέρει και πρόσφατο, πολύ προσεκτικά γραμμένο, δημοσίευμα του Bloomberg.
Οσοι έχουν δυσκολία να πιστέψουν ότι η Κίνα διατηρεί τις βλέψεις της για συνένωση με την Ταϊβάν και ίσως είναι πρόθυμη να πολεμήσει για αυτό, αρκεί να διαβάσουν δηλώσεις που έκανε το περασμένο Σάββατο ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος, σε επίσημο ΜΜΕ της χώρας, για τον «δίκαιο πόλεμο» της Κίνας και τη «συντριβή» όσων παρεμβληθούν, την ώρα που μαίνεται πλέον και η κρίση στη Μέση Ανατολή.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να ιδωθεί και η παρέμβαση του Χαλ Μπραντς, ίσως του πιο σοβαρού γεωπολιτικού αρθρογράφου που διαθέτει το Bloomberg, σύμφωνα με την οποία το όραμα του προέδρου Μπάιντεν για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει πεθάνει και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν σοβαρά για πόλεμο!
Η λεπτή θέση της Ελλάδας και ο «μοιραίος» Νετανιάχου
Τα όσα συμβαίνουν όμως στο Ισραήλ αφορούν τη χώρα μας πολύ περισσότερο από ό,τι η σύρραξη στην Ουκρανία. Η Τουρκία ακολουθεί τη δική της ρητορική γραμμή, αναφανδόν υπέρ των Παλαιστινίων και εναντίον του Ισραήλ. Κάτι που ενδέχεται να διαταράξει περισσότερο τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι αντιδιαμετρική.
Πολλά στην περιοχή μας εξαρτώνται από τη σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ, κι άλλα τόσα όμως από τη σχέση της με αραβικές χώρες όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη, τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία. Τυχόν λάθος κινήσεις μπορεί να τινάξουν στον αέρα όσα κατάφερε η ελληνική διπλωματία στην περιοχή επί δεκαετίες, αλλά και τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Ας θυμηθούμε επίσης ότι η χώρα μας απέφυγε διαχρονικά την ισλαμική τρομοκρατία στο έδαφός της, αντίθετα με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τηρώντας μια ουδέτερη και αυστηρά φιλειρηνική στάση. Για όλους αυτούς τους λόγους η Ελλάδα θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική και σε τυχόν «διευκολύνσεις» προς τις δυνάμεις των ΗΠΑ, ιδίως σε περίπτωση που εκείνες εμπλακούν ενεργά σε σύρραξη.
Τέλος, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι μοιραίο πρόσωπο στην πιθανή εξέλιξη αυτής της κρίσης προς το χειρότερο θα είναι ο ακροδεξιός λαϊκιστής πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου. Παρά τις τρομοκρατικές ακρότητες που διέπραξε σε βάρος αμάχων, η Χαμάς δεν αποτελεί «υπαρξιακό κίνδυνο» για το Ισραήλ, όπως εύστοχα παρατηρεί ο γνωστός Αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χάας στη συνταρακτική ανοικτή επιστολή του.
Το ότι κατάφερε αυτά που κατάφερε η Χαμάς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης Νετανιάχου, οι οποίες κατέληξαν στη μεγαλύτερη αμυντική αποτυχία του Ισραήλ τουλάχιστον για τα 50 τελευταία χρόνια, γεγονός για το οποίο υφίσταται και τώρα δριμεία κριτική από τα ΜΜΕ του Ισραήλ.
Η κάλυψη αυτής της αποτυχίας και η προσπάθεια του ιδίου να παραμείνει στην εξουσία και να αποφύγει τις ευθύνες, για όσο αυτό είναι δυνατό, συσπειρώνοντας τα πλέον σκληρά στοιχεία εντός του Ισραήλ, αποτελεί ίσως και τον μεγαλύτερο κίνδυνο αυτή τη στιγμή.
Αυτό υποδεικνύουν άλλωστε και οι υπερβολικές δηλώσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού για έναν «δεύτερο πόλεμο της ανεξαρτησίας», όπως και οι αναφορές του σε ακραία βιβλικά αποσπάσματα, στον «περιούσιο λαό», στο «φως» και στο «σκοτάδι».
Οι περισσότερες πολιτικές ηγεσίες στη Δύση, με εξαίρεση τους άνευ όρων υποστηρικτές του Ισραήλ, το γνωρίζουν και προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν την κατάσταση, αμφιταλαντευόμενες ανάμεσα στην αδιαφιλονίκητη σημασία του Ισραήλ ως τοπικού συμμάχου και στις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επέκταση της σύρραξης.
Ίσως να αποδειχτεί σοβαρό ιστορικό ατύχημα ότι οι φανατικοί της Χαμάς και των μουλάδων του Ιράν βρέθηκαν να έχουν απέναντί τους τον ακροδεξιό και ανυπόληπτο Νετανιάχου, ο οποίος αφού διαίρεσε την κοινή γνώμη της χώρας του, αντί να παραιτηθεί για την κολοσσιαία αμυντική αποτυχία της 7ης Οκτωβρίου, κατέστη «πολεμικός διοικητής». Όπως και να έχει, τα χρονικά περιθώρια για τη συγκράτησή του στενεύουν επικίνδυνα. Ο κόσμος βρίσκεται πράγματι σε σημείο καμπής, όπως παρατήρησε προ ημερών ο πρόεδρος Μπάιντεν.
Εάν οι προσπάθειες αποτύχουν και το Ισραήλ προχωρήσει όντως σε μια αδυσώπητη ευρεία επίθεση στη Γάζα, θα αποτολμήσουμε την εκτίμηση ότι υπάρχει πολύ σοβαρό ενδεχόμενο οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε σοβαρή στρατηγική ήττα του Ισραήλ, αλλά και ευρύτερα της Δύσης, με επίκεντρο τις ΗΠΑ.
Μια ήττα που ίσως αποσταθεροποιήσει ανεπίστρεπτα το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό αλλά και την παγκόσμια οικονομία, ακόμη κι αν αποφευχθεί η ενεργός στρατιωτική εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων.