«Πόλεμος είναι απλώς η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», είχε πει ο Πρώσος στρατηγός και μεγάλος θεωρητικός του πολέμου Καρλ Φον Κλάουζεβιτς. Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι η εμπλοκή σε οποιαδήποτε σύρραξη πρέπει να έχει και ένα ξεκάθαρο πολιτικό ζητούμενο. Εναν απώτερο και τελικό σκοπό, το λεγόμενο «endgame», που θα πρέπει να επιτευχθεί με το πέρας των εχθροπραξιών.
Δυστυχώς για τη Δύση, τόσο στην Ουκρανία όσο και στο Ισραήλ αυτός ο τελικός σκοπός δεν είναι καθόλου ξεκάθαρος και προσδιορισμένος, με τρόπο που να απηχεί την πραγματικότητα.
Η επιθυμία της Ουκρανίας να πάρει πίσω τα εδάφη της, περιλαμβανομένης και της Κριμαίας, μπορεί να είναι σεβαστή, αλλά με βάση τους συσχετισμούς δυνάμεων και τα όσα έχουν συμβεί στο πεδίο των μαχών σχεδόν δύο χρόνια τώρα, δεν φαίνεται να αποτελεί εφικτό στόχο. Ούτε μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη, παρά μόνο σε περίπτωση ολοκληρωτικής κατάρρευσης της Ρωσίας.
Ομοίως στο Ισραήλ, η «εξολόθρευση της Χαμάς» μπορεί να αποτελεί στρατιωτικό στόχο του Ισραήλ, για ευνόητους λόγους, αλλά δεν αποτελεί πολιτικό στόχο, ούτε δίνει απάντηση στο ερώτημα της επόμενης μέρας για την περιοχή. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το Ισραήλ έχει αποφύγει να περιγράψει με σαφήνεια ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τη Γάζα (και το Παλαιστινιακό), πέρα από μια αόριστη διατύπωση για τη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος ασφαλείας στην περιοχή.
Η Χαμάς είναι μια οργάνωση που σε μεγάλο βαθμό μεγάλωσε και ωρίμασε στη Γάζα, μέσα από τους κύκλους βίας μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Η ίδια μπορεί να εξολοθρευτεί, αλλά αυτός ο νέος μεγάλος κύκλος βίας θα εκθρέψει την επόμενη Χαμάς, αν δεν βρεθούν πολιτικές απαντήσεις που να δίνουν λύση στο υπαρκτό πρόβλημα μεταξύ των δύο λαών.
Στο ερώτημα «πες μου πώς τελειώνουν» αυτές οι δύο συρράξεις (ένα όχι και τόσο ρητορικό ερώτημα, που πρώτος έθεσε ο Αμερικανός στρατηγός Πετρέους για τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, έναν πόλεμο που δεν άφησε τελικά πίσω του σταθερή πολιτική κατάσταση), η Δύση, με πρώτες τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν φαίνεται να έχουν την απάντηση.
Το ερώτημα είναι ίσως πιο επιτακτικό στην περίπτωση του Ισραήλ. Όχι μόνο λόγω της ευαισθησίας της ευρύτερης περιοχής και του κινδύνου γενικευμένης ανάφλεξης, αλλά και για τις έμμεσες αλλά σημαντικές επιπτώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσει στο Ουκρανικό.
Όπως έχει φανεί από προηγούμενες συγκρούσεις σε κατοικημένες περιοχές, από το Γκρόζνι στην Τσετσενία και τη Μοσούλη στο Ιράκ, μέχρι τη Μαριούπολη και το Μπαχμούτ στην Ουκρανία, η επικράτηση απέναντι σε έναν οργανωμένο και σκληρό αντίπαλο, με όποια υπεροχή σε μέσα και αριθμούς, δεν είναι καθόλου εύκολη ή γρήγορη υπόθεση.
Η σύρραξη μπορεί να κρατήσει μήνες, ίσως και χρόνια, ενώ το αποτέλεσμα, όπως συνέβη σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, θα είναι εκατόμβες νεκρών και σχεδόν πλήρης ισοπέδωση της Γάζας.
Ήδη όμως από τις πρώτες μέρες της ισραηλινής αντίδρασης στο μεγάλο και αποτρόπαιο χτύπημα της Χαμάς, η κοινή γνώμη του Παγκόσμιου Νότου «μετράει» το πώς αντιδρά η Δύση στα χτυπήματα αμάχων από την πλευρά του Ισραήλ, κάνοντας συγκρίσεις με τα όσα έχουν συμβεί στην Ουκρανία και τον τρόπο αντίδρασής της στα χτυπήματα των Ρώσων. Το ίδιο κι ένα σεβαστό μέρος της κοινής γνώμης στα Δυτικά κράτη.
Με άλλα λόγια, πέρα από την απειλή ευρύτερης ανάφλεξης και τις άμεσες επιπτώσεις για τη σύρραξη στην Ουκρανία (μείωση των διαθέσιμων πυρομαχικών που μπορεί να παράσχει η Δύση, σε πρακτικό επίπεδο, μεγάλη υποχώρηση στην προτεραιοποίηση από τον διεθνή Τύπο, σε επικοινωνιακό επίπεδο), υπάρχει ο κίνδυνος στη σύρραξη της Γάζας να ενταφιαστεί οριστικά η αξιοπιστία της Δύσης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, είτε πρόκειται για το Ουκρανικό είτε γενικότερα για την υπεράσπιση αξιών και δικαιωμάτων.
Για αυτό και στα μάτια του Κλάουζεβιτς ο πόλεμος του Ισραήλ ίσως να έχει χαθεί πριν ακόμη ξεκινήσει. Μπορεί η Χαμάς να λειτούργησε ως τρομοκρατική οργάνωση «αυτοκτονίας», μπορεί να χάσει τη σύρραξη και να εξαρθρωθεί, αλλά φαίνεται να πέτυχε τους πολιτικούς της στόχους.
Τίναξε στον αέρα τις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών κι όπως όλα δείχνουν, παρασύρει το Ισραήλ -και μαζί του τη Δύση- σε ένα νέο κύκλο αιματοχυσίας, στον οποίο οι άμαχοι θα είναι τα μεγάλα θύματα. Έναν κύκλο βίας που έχει στρατιωτικούς στόχους, δεν φαίνεται όμως να έχει ουσιώδη πολιτική στόχευση.
Πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία το Ισραήλ, όπως παρατηρεί και ο Economist, δεν έχει μπροστά του «καλές λύσεις». Για αυτό, εκτός από τη Χαμάς ευθύνεται βεβαίως η κυβέρνηση Νετανιάχου και όχι μόνο για πράξεις και παραλείψεις στον τομέα της Άμυνας και τη σχέση με τους Παλαιστίνιους. Ευθύνεται διότι για πρώτη φορά οδήγησε τη χώρα σε έναν πρωτοφανή εσωτερικό πολιτικό διχασμό, που μάλλον δεν είναι άσχετος με την πλήρη αποτυχία των πρώτων 48 ωρών της σύρραξης.
Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι εφόσον ομαλοποιηθεί η κατάσταση, το μέλλον της κυβέρνησης Νετανιάχου -και του ιδίου- είναι προδιαγεγραμμένο. Κι αυτό αποτελεί πρόσθετο παράγοντα ανησυχίας για την τροπή και τη διάρκεια των εξελίξεων, έως ότου επέλθει η ομαλοποίηση.
Γενικότερα, η κατάσταση, δυστυχώς, θυμίζει αρκετά τις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Γι' αυτό και δεν είναι καθόλου υπερβολικό να υποθέσουμε ότι από την αυτοσυγκράτηση που ίσως δείξει το Ισραήλ, υπό την πίεση των συμμάχων του στη Δύση, μάλλον θα εξαρτηθούν όχι μόνο το μέλλον στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που κινδυνεύει να βρεθεί σε διεθνοποιημένη σύρραξη, αλλά και η περαιτέρω δυναμική αμφισβήτηση του «διεθνούς συστήματος, στηριγμένου σε κανόνες» που προσπάθησε επί δεκαετίες να καθιερώσει η Δύση.