Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο μεγάλος νικητής των διπλών εκλογών, αλλά χωρίς τον βαθμό αυτοδυναμίας που προδήλως επιθυμούσε. Λίγο η αποχή και το χαλαρό κλίμα στους ψηφοφόρους, περισσότερο η είσοδος οκτώ κομμάτων στη Βουλή, ροκάνισαν τις έδρες οδηγώντας τες κάτω και όχι πάνω από το 160, ενώ το ποσοστό παρουσίασε ανεπαίσθητη μείωση στο 40,6%.
Ακόμη κι έτσι όμως, η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ και η περιορισμένη ορμή του ΠΑΣΟΚ τού προσφέρει ιδιαίτερη πολιτική και κοινοβουλευτική άνεση, πέρα από τους αριθμούς εδρών και τουλάχιστον για ένα σοβαρό διάστημα, τον «αέρα» της μοναδικής κυβερνητικής λύσης.
Από την άλλη, η εμφάνιση τριών ακροδεξιών κομμάτων μέσα στη Βουλή, το ένα σκληρότερο από το άλλο και με ποσοστά που αγγίζουν αθροιστικά το 13%, η άνοδος του ΚΚΕ στο 7,7% και η είσοδος της Πλεύσης Ελευθερίας με 3,17%, αναδεικνύουν μια νέα Βουλή που σε ποσοστό σχεδόν 24% αποτελείται από «αντισυστημικά» κόμματα. Εντάσσουμε και το ΚΚΕ, παρά τη μερική ιδρυματοποίησή του, εξαιτίας της διακηρυγμένης αντίθεσής του στο κρατούν οικονομικό σύστημα και τις προδιαγραφές του. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η επόμενη Βουλή θα είναι αρκετά… περιπετειώδης.
Είναι εντυπωσιακό άλλωστε ότι με αποχή της τάξεως του 47% και σε εκλογή ενισχυμένης αναλογικής, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα μόλις που κατάφεραν, αθροιστικά, να ξεπεράσουν το 70%.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε με τις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις του να δώσει αμέσως το στίγμα μιας νέας τετραετίας στην οποία θα είναι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων, προωθώντας μεταρρυθμίσεις με μια κυβέρνηση που θα δουλέψει σκληρά «από αύριο», χωρίς έπαρση και αλαζονεία.
Οι δηλώσεις αυτές δεν είναι καθόλου τυχαίες. Ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι η επόμενη τετραετία μπορεί να μην έχει πανδημία, είναι όμως πιθανό ότι θα σημαδευτεί από νέες κρίσεις (σχεδόν το εγγυάται αυτό το διεθνές περιβάλλον), ότι έχει πιθανότατα στον ορίζοντα μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία, κατ’ επιταγή της Δύσης, και ότι η γαλαντομία των Ευρωπαίων εταίρων μας μάλλον θα λάβει τέλος.
Γνωρίζει επίσης ότι η εκλογική επιτυχία οφείλεται στο ότι κατάφερε να προσελκύσει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το 2019 κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, που όμως εύκολα αλλάζουν διάθεση, ανάλογα με την πορεία μιας κυβέρνησης. Την ίδια ώρα που μια σεβαστή μερίδα πιο παραδοσιακών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας τείνουν να κινηθούν δεξιότερα.
Στην πράξη, μετά και τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, το κόμμα μετασχηματίζεται υπό την ηγεσία του προς το κέντρο, αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό εκλογικό ακροατήριο, ενώ το ελληνικό πολιτικό equilibrium (παραδοσιακά στην περιοχή του 60%-40% στο φάσμα αριστερά-δεξιά) μετατοπίζεται δεξιότερα.
Τα παραπάνω φαινόμενα απειλούν μεν να οδηγήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε σύνθλιψη, προβληματίζουν το ΠΑΣΟΚ ως προς τα όρια της ανόδου του, ταυτόχρονα όμως μπολιάζουν με ιδιαίτερη ρευστότητα όλο το πολιτικό σκηνικό, περιλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας.
Επειδή δε στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για ανανέωση θητείας της κυβέρνησης, ούτε περίοδος χάριτος υπάρχει ούτε περιθώρια για λάθη ή υπερβολές, ενόψει και των Ευρωεκλογών σε περίπου 12 μήνες (οι αυτοδιοικητικές του φθινοπώρου απέχουν ελάχιστα κι έχουν πολύ πιο θολό πολιτικό αποτύπωμα), στις οποίες ως γνωστόν οι πολίτες σπεύδουν πάντα να εκδηλώσουν τυχόν δυσαρέσκειες.
Υπό αυτό το πρίσμα, παρά την καθαρή νίκη, ο κ. Μητσοτάκης δεν φαίνεται να πέτυχε τους βαθμούς ελευθερίας που θα επιθυμούσε, κάτι που αντανακλάται και στη σύνθεση της κυβέρνησής του. Κάποιες υπουργικές θέσεις είναι βέβαιο ότι προέκυψαν στο πλαίσιο εσωκομματικών ισορροπιών και όχι με κριτήρια αξιοκρατίας και ικανοτήτων, δημιουργώντας σχετική έκπληξη. Το κατά πόσον πράγματι επέτυχε η τήρηση ισορροπιών θα φανεί στην πορεία, καθώς σε αυτή τη φάση φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητηθούν οι επιλογές του.
Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη σύνθεση της κυβέρνησης, η αγορά θα περιμένει να δει τα πρώτα αποτελέσματα του πειράματος με το εξαιρετικά εκτεταμένο rotation μεταξύ υπουργικών θέσεων, καθώς μόνον η υπουργός Πολιτισμού φέρεται να παραμένει στη θέση της. Σίγουρα υπήρχαν τομείς στους οποίους ο επιχειρηματικός κόσμος επιθυμούσε τη διατήρηση των ίδιων προσώπων, λόγω ικανοτήτων και αποκτηθείσας εμπειρίας. Τα πάντα, όμως, κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
Τίποτε από όσα αναφέραμε όμως δεν αναιρεί τον ρόλο της αντιπολίτευσης στη διαμόρφωση του μελλοντικού συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Κι εδώ η συγκυρία χαμογελά στη Νέα Δημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει υποχρεωτικά σε μια μάχη επιβίωσης, ενώ το ΠΑΣΟΚ, όπως φάνηκε ήδη από χθες, θα δώσει αγώνα για να πάρει τη θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση, σε έναν «εμφύλιο» για την ηγεμονία της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης. Μια διαμάχη χωρίς πραγματικό αντικείμενο, στον βαθμό που ούτε το ένα ούτε το άλλο κόμμα φαίνεται προς το παρόν να έχει πραγματικά πειστικές εναλλακτικές προτάσεις. Κάτι που τελικά μπορεί να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την πολιτική πρωτοκαθεδρία της Νέας Δημοκρατίας.
Τουλάχιστον έως ότου δημιουργηθεί κάποιο ισχυρό ακροδεξιό κόμμα, ενδεχόμενο που μετά και τα χθεσινά αποτελέσματα αρχίζει να φαίνεται καθαρά στον ορίζοντα. Ο ηγέτης προς το παρόν δείχνει να λείπει, η «σπορά» όμως έγινε ήδη με τρία διαφορετικά κόμματα κι όσο βγάζει καρπούς, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισής του.
Ιδίως αν προκύψει ένας κατάλληλος συγκυριακός καταλύτης με «εθνικό» αντίκτυπο.