Μοιάζει να είναι ένα κοινό μυστικό, του οποίου μαθαίνουμε αποσπασματικά τις διαστάσεις. Οι νέοι παραπονιούνται για υψηλή ανεργία, οι επιχειρηματίες ζητούν μαζική εισαγωγή μεταναστών σε διάφορους κλάδους, τονίζοντας και ελλείψεις σε στελέχη, κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενθάρρυνε πρόσφατα τους συνταξιούχους να δουλεύουν φανερά, υποσχόμενος μείωση των αντικινήτρων.
Εντούτοις, η ανεργία στη χώρα μας κινείται στην περιοχή του 11%, μειούμενη μεν, αλλά σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την υπόλοιπη Ευρώπη. Είμαστε στη δεύτερη θέση, πίσω μόνο από την Ισπανία.
Πώς γίνεται να ζητούν οι επιχειρήσεις 400.000 ξένους εργαζόμενους, όπως σημειώνεται σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Εuro2day.gr, αριθμός που αντιστοιχεί σε πάνω από… 16% των φορολογικών δηλώσεων με μισθωτή εργασία του 2021;
Εκ πρώτης όψεως, η απάντηση είναι απλή: Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ανεργία στη χώρα μας είναι «διαρθρωτική». Και κάπου εκεί τελειώνουν τα εύκολα κι αρχίζουν τα δύσκολα, δηλαδή η περαιτέρω εμβάθυνση στο πρόβλημα, επί του οποίου, σημειωτέον, σε δύο προεκλογικές περιόδους δεν ακούσαμε τίποτα περισσότερο από επικεφαλίδες και «τσιτάτα».
Μια πρώτη καταγραφή των παραγόντων που αλληλεπιδρούν (αφού έως στιγμής δεν έχει πέσει στα χέρια μας κάποια ολιστική μελέτη από αρμοδίους) και οδηγούν σε «νευρική κρίση» την αγορά εργασίας έχει πολύ ενδιαφέρον.
- Το επίπεδο «φτώχειας» στην Ελλάδα μπορεί να είναι υψηλό, σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, δεν δημιουργεί όμως πρόβλημα επιβίωσης σε ευρεία έκταση και επιτρέπει σε πολλούς να αποφεύγουν διάφορες δουλειές «κατώτερου» επιπέδου, οι οποίες πλέον εκτελούνται στην συντριπτική πλειονότητα από μετανάστες.
Σχεδόν όλες οι αγροτικές εργασίες, σε μεγάλο βαθμό οι οικοδομικές, διάφορα είδη τεχνίτη, βαριές δουλειές στους τομείς της φιλοξενίας και της σίτισης. Ακόμη και η φτώχεια αποδεικνύεται σχετική. Το όριό της εξαρτάται από το γενικότερο επίπεδο διαβίωσης της κάθε χώρας ή υπερεθνικής περιοχής.
- Στα πιο πάνω πατώματα της αγοράς εργασίας, το λεγόμενο «brain drain» μειώθηκε σε ένταση (και επικοινωνιακή προβολή) αλλά δεν εξαλείφθηκε, με βασικότερη αιτία τη μεγάλη διαφορά μισθολογικών απολαβών με άλλες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, ακόμη και συνυπολογιζόμενης της διαφοράς στο κόστος ζωής.
Υπάρχουν παραδείγματα αποφοίτων Πολυτεχνείου που βρήκαν δουλειά στην Ελλάδα με 800 και 900 ευρώ (έως και 13.000 τον χρόνο), αλλά φεύγουν στο εξωτερικό έχοντας διαπιστώσει ότι μπορούν να βρουν αντίστοιχη εργασία (ίσως και σε ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο) ακόμη και με πενταπλάσιες αποδοχές! Προκειμένου δε να συμβεί αυτό, είναι απολύτως πρόθυμοι να μάθουν και γλώσσα την οποία δεν γνωρίζουν επαρκώς.
Και εδώ ασφαλώς έχουμε ένα δυσεπίλυτο θέμα, καθώς για τις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, η προσφορά μισθών αντίστοιχου επιπέδου φαίνεται να είναι αδύνατη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι ικανοποιητικός ούτε ο συνδυασμός αμοιβής και όρων/συνθηκών εργασίας.
Επιπλέον, παρά τα όσα λέγονται από τις επιχειρήσεις, υπάρχει και παράθεση στοιχείων σύμφωνα με τα οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν προσφέρουν επαρκείς θέσεις εργασίας για υψηλά προσόντα.
- Σε κάθε περίπτωση, ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν για τη συνεχιζόμενη έλλειψη διασύνδεσης ανάμεσα στις σπουδές και στην αγορά εργασίας, φαινόμενο που αφορά τόσο τεχνικούς όσο και θεωρητικούς προσανατολισμούς. Στη χώρα μας έχουμε ταυτίσει τη μόρφωση και την καλλιέργεια με το «πτυχίο», το όποιο πανεπιστημιακό πτυχίο, ενώ από την άλλη, δεν υπάρχει ευέλικτη υποδομή που να προσπαθεί να ρυθμίσει τη σχέση προσφοράς και ζήτησης, αλλά και να προσφέρει δεξιότητες που επιθυμούν οι μελλοντικοί εργοδότες.
- Τα κύματα πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και εθελουσίας εξόδου έχουν δημιουργήσει σημαντικό αριθμό συνταξιούχων και «συνταξιούχων», που βρίσκονται ακόμη σε παραγωγικές ηλικίες και επιθυμούν να εργαστούν, διαθέτοντας σε πλείστες περιπτώσεις το «ανταγωνιστικό» προσόν της εμπειρίας, που δεν αποκτάται στις σχολές. Ενίοτε και με χαμηλότερες οικονομικές απαιτήσεις ή επιθυμία για εργασία part time.
Πρόκειται λοιπόν για πολυπαραγοντικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο έχει οξυνθεί -και προφανώς θα οξυνθεί περισσότερο- λόγω του δημογραφικού. Δηλαδή της υπογεννητικότητας, που μειώνει αργά αλλά σταθερά των αριθμό νέων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας.
Η επίλυσή του αναμφίβολα απαιτεί σοβαρές πολιτικές αποφάσεις. Απαιτεί επίσης αυξημένη εγρήγορση και από την πλευρά του επιχειρηματικού κόσμου, σε συνεργασία με την πολιτική, καθώς συνδέεται με μείζονα κοινωνικά αλλά και εθνικά ζητήματα.
Έως ότου επιλυθεί, θα βρισκόμαστε σε μια άκρως ιδιόμορφη θέση. Να εισάγουμε εργαζόμενους κυρίως στα χαμηλά επίπεδα της αγοράς εργασίας, αλλά και να εξάγουμε ταυτόχρονα στα υψηλότερα, την ώρα που οι εγχώριες επιχειρήσεις δηλώνουν μεγάλη δυσκολία εξεύρεσης «ταλέντου».
Συνδυασμός που δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις, ούτε για τη λειτουργία της οικονομίας και των επιχειρήσεων ούτε για την ίδια τη σύνθεση της μελλοντικής εγχώριας κοινωνίας.