Το αποτέλεσμα των εκλογών εξέπληξε και τους πιο αισιόδοξους στο επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας, προσφέροντας ήδη από χθες ασφαλή οδό για διεκδίκηση μιας άνετα αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Έχει όμως σημασία να δούμε πώς προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα, που συνιστά θρίαμβο των επιλογών του Κυριάκου Μητσοτάκη και των στενών συνεργατών του όχι μόνο στην κυβερνητική θητεία αλλά και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, καθώς και τα λάθη των αντιπάλων του, με κορυφαία την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του.
Ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε για μια ακόμη φορά να διεμβολίσει τον κεντρώο χώρο, αποσπώντας μεγάλο μέρος εκείνων που είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ το 2019, συγκράτησε πολύ μεγάλο μέρος εκείνων που τον ψήφισαν την προηγούμενη φορά και περιόρισε τις διαρροές προς τα δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρώσει υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά και να μεταβάλει τις ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί τότε στο πολιτικό φάσμα, προς όφελός του. Η χθεσινή κάλπη έβγαλε μια μετατόπιση ψηφοφόρων πάνω από 2%, που ενώ βρίσκονταν από το κέντρο και αριστερότερα, μετακινήθηκαν προς τη δεξιά πλευρά του κέντρου.
Πώς το πέτυχε αυτό; Ακολουθώντας μια αρκετά συγκροτημένη οικονομική πολιτική, που ικανοποίησε πολύ μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, προσφέροντας μεγάλα «πακέτα» στήριξης, τόσο στην πανδημία όσο και στην ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια, δίνοντας σαφή δείγματα πιο τεχνοκρατικής αντιμετώπισης στη λειτουργία του δημοσίου (ψηφιοποίηση, εμβολιασμοί κ.λπ.), αλλά και ακολουθώντας μια συντηρητική πολιτική σε θέματα άμυνας και ελληνοτουρκικών, την οποία επικροτεί πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Με άλλα λόγια, κατάφερε να συνδυάσει στοιχεία φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής με στοιχεία της λαϊκής δεξιάς, να συμψηφίσει σοβαρά θέματα όπως οι υποκλοπές και τα Τέμπη με τις επιτυχίες του και να πείσει ότι προσφέρει «σταθερότητα», σε μια χώρα που βασανίστηκε από απανωτές κρίσεις.
Κι έτσι πέτυχε να είναι ο πρώτος πρωθυπουργός μετά το 2009 που θα αναλάβει, εκτός τεράστιου απροόπτου, δεύτερη -και μάλιστα αυτοδύναμη- θητεία.
To μέγεθος του θριάμβου ωστόσο συνδέεται εκ των πραγμάτων και με την πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ. Η διαρροή κεντρώων ψηφοφόρων που είχαν ψηφίσει ΚΙΝΑΛ το 2019 προς τη Νέα Δημοκρατία δεν οδήγησε σε συμπίεση του σημερινού ΠΑΣΟΚ, το οποίο αντιθέτως αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του, επειδή πολλοί περισσότεροι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι που πριν από τέσσερα χρόνια είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, επαναπατρίστηκαν.
Και αν το μεγαλύτερο ποσοστό πήγε προς το ΠΑΣΟΚ, οι αριθμοί δείχνουν απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ και προς τα αριστερά, προς το ΚΚΕ, που κατέγραψε σημαντική άνοδο, αλλά και προς τα μικρότερα κόμματα. Το ΜέΡΑ25 είδε τα ποσοστά του να συμπιέζονται, αλλά η αύξηση της Πλεύσης Ελευθερίας υπερκαλύπτει τη διαφορά.
Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει ως φαίνεται κατοχυρώσει τον χώρο του κέντρου και της δεξιάς και το ΠΑΣΟΚ να ανακτά σεβαστά μερίδια στην κεντροαριστερά, το στρατηγικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται σαφές: Έχοντας μεγάλο μέρος «συστημικής» κυβερνητικής θητείας (μετά τις περιπέτειες του 2015), επιδιώκει να καταστεί πολυσυλλεκτικό κόμμα, εκφράζοντας θέσεις κόμματος διαμαρτυρίας (συχνά αλλοπρόσαλλες), που άρα απευθύνονται μόνο στους σφόδρα δυσαρεστημένους. Το αποτέλεσμα είναι να μην πείθει τους κεντροαριστερούς (που έφυγαν προς το ΠΑΣΟΚ), ούτε όμως και τους δυσαρεστημένους, που πηγαίνουν στις πιο «καθαρές λύσεις» αντισυστημικής πολιτικής. Το πρόβλημά του είναι πλέον δυσεπίλυτο. Υπήρχε χρόνος να αντιμετωπιστεί στα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Τώρα τα περιθώρια είναι πλέον πολύ στενά. Κι αυτό σημαίνει ότι η δεύτερη τετραετία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη μάλλον θα ξεκινήσει με ακόμη καλύτερους πολιτικούς οιωνούς από ό,τι η πρώτη, εάν δεν υπάρξουν μοιραία σφάλματα από την πλευρά της. Το πώς θα τελειώσει βεβαίως θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, οι περισσότεροι των οποίων έχουν σχέση με το ολοένα και πιο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.