Ουδείς το φωνάζει, αλλά ο πληθωρισμός αποτελεί ιδανική ίσως λύση για τη μείωση του πραγματικού χρέους, μιας σειράς δυτικών κρατών που βρίσκονται να έχουν απειλητικά υψηλά επίπεδα οφειλών σε σχέση με το ΑΕΠ τους.
Συμβαίνει ήδη στην Ελλάδα. Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και αυξανόμενου τζίρου στην αγορά (λόγω της αύξησης των τιμών, συχνά και του περιθωρίου επιχειρηματικού κέρδους) εκτοξεύει τα έσοδα από τον ΦΠΑ, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις εισπράξεις από φόρους εισοδήματος, αφού οι κλίμακες φορολόγησης δεν έχουν αλλάξει. Τα έσοδα του Δημοσίου μεγεθύνονται, οδηγώντας πιθανώς σε αυξημένα πλεονάσματα, ενώ ταυτόχρονα γίνεται λιγότερο δυσμενής η σχέση μεταξύ του ονομαστικού χρέους και του ονομαστικού ΑΕΠ.
Αλλά δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Περίπου το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπήρξε μάλιστα πολύ πρόσφατα σχετική έρευνα από τον Εuropean Stability Μechanism, τον γνωστό ESM, η οποία μεταξύ άλλων καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
«Ο πληθωρισμός μπορεί να βοηθήσει τις χώρες που θέλουν να μειώσουν το χρέος, όχι μόνο μειώνοντας τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ, αλλά και κινητοποιώντας πρόσθετα φορολογικά έσοδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία του περασμένου έτους. Το πόσο διαρκές θα είναι αυτό το αποτέλεσμα εξαρτάται από τη διαρκή αύξηση του επιπέδου των τιμών. Απαιτείται περαιτέρω εργασία για την αξιολόγηση της σημασίας πρόσθετων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα, όπως ο αντίκτυπος στη σύνθεση των εσόδων, τις φορολογικές δομές και τις καταναλωτικές συνήθειες».
Δεν πρόκειται βεβαίως για κάποια συνταρακτική ανακάλυψη. Από τη στήλη αυτή, τρία χρόνια πριν, σε σημείωμα με τίτλο «Χρήματα από τον ουρανό: Ο ιός θα σπάσει όλα τα ταμπού», επισημαίναμε όχι μόνο ότι θα δοθεί παγκοσμίως πακτωλός χρημάτων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, αλλά και τι θα συμβεί μετά, σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
«Ο φόβος του υπερπληθωρισμού είναι αυτή τη στιγμή δευτερεύον θέμα, μπροστά στις επιπτώσεις της Covid-19. Και δεν αποκλείεται ο "επάρατος" πληθωρισμός να εξελιχθεί σε "εργαλείο" για την αντιμετώπιση των διογκωμένων χρεών».
Πράγματι ο πληθωρισμός επανήλθε μετά από πολλές δεκαετίες, υποβοηθούμενος και από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία. Και όντως, έχει εξελιχθεί σε «ευλογία» για τις χώρες με σημαντικό χρέος, ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας, που απολαμβάνει σταθερών μακροχρόνιων επιτοκίων με μικρές ανάγκες άμεσης αναχρηματοδότησης.
Δεν λείπουν επίσης όσοι ήδη αναφέρουν ότι αυτή η ευεργετική επίδραση προσφέρει στις χώρες της Δύσης δημοσιονομικό χώρο που πολλές δεν είχαν, προκειμένου να αυξήσουν τις δαπάνες τους στον τομέα της άμυνας (που για τις περισσότερες χώρες πέρασε στο προσκήνιο μετά την Ουκρανία), σε δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής, στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας κ.λπ.
Σημαντικοί κίνδυνοι για την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική
Το «δώρο» αυτό όμως δεν προκύπτει χωρίς κινδύνους. Το αντίθετο. Τον ένα κίνδυνο τον βλέπουμε ήδη στις αγορές, με επίκεντρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η απότομη αλλαγή από ένα μακροχρόνιο καθεστώς χαμηλών επιτοκίων επηρεάζει εγκαθιδρυμένες ισορροπίες και πρακτικές, απειλώντας με αναταραχή όχι μόνο τον τραπεζικό τομέα αλλά και ευρύτερα τον χρηματοοικονομικό, ακόμη και το Real Estate, ενώ εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τις οικονομίες συνολικά, μέσα από την πιστωτική στένωση (credit crunch) που μπορεί να οδηγήσει σε απότομη προσγείωση των οικονομιών στην ύφεση.
Δεν είναι τυχαία η διαπίστωση ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν ένα «τρίλλημα», όπως το χαρακτήρισε πρόσφατα ο Nouriel Roubini. Πώς να επιφέρουν σταθερότητα στις τιμές, διατηρώντας την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και προστατεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Κατά την άποψη του ιδίου, γνωστού βεβαίως και με το παρατσούκλι «Dr. Doom» για τις ενίοτε κινδυνολογικές προβλέψεις του, μαζί και τα τρία δεν γίνονται, οπότε θα πρέπει να περιμένουμε ένα οικονομικό και χρηματοοικονομικό κραχ!
Υπάρχει όμως και μια άλλη επικίνδυνη διάσταση. Η κοινωνικοπολιτική, η οποία έχει ήδη αρχίσει να γίνεται ορατή και στην Ελλάδα, περισσότερο όμως σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Ο πληθωρισμός επηρεάζει δυσανάλογα την αγοραστική δύναμη των πιο ευαίσθητων οικονομικά τάξεων και, όταν η πίεση είναι μεγάλη, ακόμη και τη μεσαία τάξη. Ιδίως όταν η διατήρηση των φορολογικών συντελεστών στα ίδια επίπεδα εξανεμίζει και μέρος της, πληθωριστικής έστω, αύξησης εισοδημάτων. Οι επιδοματικές πολιτικές, όπως αυτές που κατά κόρον ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση, μπορεί να «γλυκαίνουν» το… χάπι, δεν αποτελούν όμως αντίδοτο στην απώλεια εισοδήματος.
Ιδίως αν, όπως φαίνεται να συμβαίνει διεθνώς, αναμφίβολα και σε αρκετούς τομείς στην Ελλάδα, πέρα από την πληθωριστική πίεση, οι τιμές ανεβαίνουν και μέσα από την αύξηση των περιθωρίων κέρδους, οδηγώντας σε υψηλότερα κέρδη, χωρίς να υπάρχει συστηματική αναδιανομή προς τα πιο αδύναμα στρώματα.
Ίσως οι κυβερνήσεις γενικώς -και η ελληνική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές- να πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την προειδοποίηση του αρθρογράφου Adam Tooze στους Financial Times:
«Πρέπει επίσης να παρέχουμε ανακούφιση σε εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που είναι λιγότερο καλά εξοπλισμένο για να χειριστεί αυτούς τους οικονομικά ταραγμένους καιρούς. Όσοι βρίσκονται στο κάτω μισό της κατανομής εισοδήματος και πλούτου είναι απλοί παρατηρητές σε αυτό τον μεγάλο ανασχηματισμό. Διατηρούν λίγα, εάν έχουν, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και πληρώνουν σχετικά μικρό φόρο. Έχουν ζήσει το δράμα της Covid και τα επακόλουθά του ως σοκ για τις θέσεις εργασίας και ως κρίση κόστους ζωής. Σε αντίθεση με τους κατόχους ομολόγων ή τους επενδυτές, τα συμφέροντά τους δεν εκπροσωπούνται από λομπίστες. Τα νοικοκυριά τους δεν είναι πολύ μεγάλα για να αποτύχουν.
Αλλά αν εκείνοι που διοικούν το σύστημα φαντάζονται ότι μπορούν να τους αγνοήσουν, ότι δεν είναι "συστημικά σημαντικοί", τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγούν από τα κύματα απεργίας και τις λαϊκιστικές αντιδράσεις που θα επέλθουν».