Το επόμενο διάστημα, ενόψει και των εκλογών, που μάλλον θα καθυστερήσουν αισθητά, αναμένονται έως και πρωτοφανείς πολιτικοί διαξιφισμοί γύρω από την τραγωδία στα Τέμπη, με προσπάθειες απόδοσης ευθυνών, ένθεν και ένθεν.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή τη φορά η τραγωδία έγινε στη βάρδια της κυβέρνησης και ότι πέρα από τα ανθρώπινα λάθη, το τραγικό δυστύχημα αποκάλυψε τη «γύμνια» του ελληνικού κράτους, την αδιαφορία των αρμόδιων σε θέματα πρόληψης και ασφάλειας, τον βαθιά ελαττωματικό τρόπο με τον οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας.
Δυστυχώς για την κυβέρνηση, πρόκειται για συντριπτική αποκάλυψη, απέναντι στο κεντρικό προεκλογικό αφήγημα του εκσυγχρονισμού του κράτους, της «άλλης Ελλάδας», καθώς τα γεγονότα έδειξαν ότι κάτω από το λεπτό «λούστρο» ορισμένων εκσυγχρονιστικών κινήσεων, συνεχίζουν να βασιλεύουν οι ίδιες παθογένειες.
Τα Τέμπη όμως έδειξαν και κάτι ακόμη. Ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν αποτελούν πανάκεια. Μερικές φορές οι ιδιώτες (έστω και κατ' όνομα, αφού η Hellenic Train είναι θυγατρική της κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων της Ιταλίας) μπορεί να είναι χειρότεροι, όπως αποδεικνύει συνολικά η στάση της ιταλικής εταιρείας απέναντι στην τραγωδία.
Το πιο σημαντικό όμως που ανεδείχθη, δυστυχώς για πολλοστή φορά, φοβάμαι πως δεν θα αποτελέσει αντικείμενο της προεκλογικής συζήτησης.
Έχουμε ένα κράτος που, τουλάχιστον για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής στην Ευρώπη, είναι πολύ συχνά επικίνδυνο για τον πολίτη, αντί να λειτουργεί με πρώτο κριτήριο τις ανάγκες και την ασφάλειά του.
Ένα «επικίνδυνο» κράτος για το οποίο η συστηματική πρόληψη αποτελεί άγνωστη λέξη, ένα κράτος που εκ των πραγμάτων φαίνεται να απαιτεί ανθρωποθυσίες, εκατόμβες και καταστροφές πρώτου μεγέθους, προκειμένου να προχωρήσει στα στοιχειώδη και απαραίτητα.
Η αλυσίδα τραγικών περιστατικών τα λέει όλα. Από τη Μάνδρα του 2017, στο Μάτι του 2018, στη Μήδεια του 2021, στις πυρκαγιές του ίδιου έτους, στον χιονιά του 2022, φέτος στην τραγωδία στα Τέμπη. Το μόνο που δεν ξέρουμε είναι πού θα συμβεί η επόμενη καταστροφή!
Η κατάσταση ωστόσο δεν περιορίζεται στα παραπάνω. Η Δικαιοσύνη από πλευράς ταχύτητας και αποτελεσματικότητας βρίσκεται σε κώμα, εδώ και δεκαετίες. Τα δημόσια νοσοκομεία που στέναξαν κάτω από το βάρος της πανδημίας εμφανίζονται να είναι στα πρόθυρα της διάλυσης. Η χαρά μας που η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή της πολιτικής προστασίας της Ευρώπης, στις αρχές του 2020, όταν εφάρμοσε το πρώτο σκληρό λοκντάουν, κράτησε λίγο. Σήμερα βρισκόμαστε στον πάτο της Δυτικής Ευρώπης (κι όχι μόνον αυτής), σε συνολικό αριθμό νεκρών από την πανδημία.
Ακόμη και στις υπηρεσίες κρατικής ασφάλειας, όπως η αστυνομία και η ΕΥΠ, βλέπουμε μια εικόνα παρακμής. Τα στοιχεία στενών σχέσεων μεταξύ υψηλόβαθμων αστυνομικών και οργανωμένου (οικονομικού και κοινού ποινικού) εγκλήματος είναι συντριπτικά. Γνωστά ήδη πριν το 2019, πλην όμως οργανωμένη εκστρατεία εκκαθάρισης δεν έχει υπάρξει.
Στην ΕΥΠ, μάθαμε ότι παρακολουθούνταν ακόμη και ηγετικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να υποστηρίζει επανειλημμένως ότι πρόκειται για «ρυπαρά δίκτυα» που κάνουν τις παρακολουθήσεις (προφανώς… ανεμπόδιστα), χωρίς γνώση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Ξέφραγο αμπέλι δηλαδή, μας λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, προκειμένου ίσως να αποφύγει χειρότερες εκδοχές.
Μπορούν όλα τα κακώς κείμενα να διορθωθούν με ένα μαγικό ραβδί, σε σύντομο χρόνο; Ασφαλώς και όχι, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες.
Οι ρίζες των δεινών πάνε πίσω πάμπολλες δεκαετίες, έχουν όμως μια ορατή αφετηρία: Την κομματικοποίηση του κράτους, αλλά και την ανάπτυξη μιας «κρατικής» πολιτικής κουλτούρας που έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς όχι τον ΠΟΛΙΤΗ, αλλά την ΕΞΟΥΣΙΑ.
Έτσι, το ίδιο το κράτος αντί για υπηρέτης της κοινωνίας και των πολιτών, γίνεται λάφυρο. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε, ο «κρατισμός», με τη χείριστη δυστυχώς ερμηνεία του όρου, διατρέχει οριζόντια σχεδόν το σύνολο των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Από τα γεννοφάσκια τους έχουν αλλοτριωθεί από τη συγκεκριμένη ελληνική «παράδοση», που θρέφει, όπως όλοι γνωρίζουμε, τους κομματικούς μηχανισμούς. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι να μην υπάρχει ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση, που να λειτουργεί αποδοτικά έχοντας συνέχεια, ασχέτως των πολιτικών αλλαγών στην ηγεσία του κράτους, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες -ευρωπαϊκές και μη- χώρες.
Είναι όμως σφάλμα να θεωρούμε στην εποχή μας ότι αυτό το πρόβλημα μπορεί να υπερκεραστεί με τη μείωση του κράτους, μέσα από ιδιωτικοποιήσεις «δια πάσα νόσο». Η εμπειρία έχει δείξει ότι ένα κακό κράτος δυσκολεύεται να φέρει σε πέρας υγιείς ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και να παίξει ρυθμιστικό ρόλο, ελέγχοντας εν συνεχεία τους ιδιώτες. Κι όσο πιο κακό είναι τόσο χειρότερα θα είναι, αργά ή γρήγορα, τα αποτελέσματα.
Ιδίως σε μια περίοδο που ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες οικονομίες ανακαλύπτουν ότι πρέπει να βρουν επειγόντως νέες ισορροπίες ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και τον ιδιωτικό τομέα, πιεζόμενες από κομβικά γεγονότα, όπως η πανδημία και η ραγδαία αναζωπύρωση των γεωπολιτικών εντάσεων.
Αυτό που φαίνεται να απαιτείται, λοιπόν, είναι αφενός ο επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων του κράτους, με έμφαση στην πρόληψη και την ασφάλεια των πολιτών, με όλες τις ερμηνείες της λέξης, από τη φυσική ασφάλειά τους έως την ασφάλεια των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων και της ισότητάς τους έναντι του νόμου (στην πράξη και όχι στη θεωρία). Κι αφετέρου η σταδιακή, προφανώς, εμπέδωση μιας εντελώς διαφορετικής κρατικής κουλτούρας.
Ενός κράτους που πράγματι σχεδιάζει, λειτουργεί και υπάρχει «για τον πολίτη», αντί να ενεργεί κυρίως ως θύλακας διαιώνισης συμφερόντων, είτε των διορισμένων λειτουργών του είτε των εκ περιτροπής πολιτικών νομέων του.
Ενός πολιτοκεντρικού κράτους, θα λέγαμε, παραποιώντας τον δημοφιλή στις επιχειρήσεις όρο.