Η πρωτόγνωρη παροχή έκτακτου «τροφικού» επιδόματος, στην πλειονότητα των Ελλήνων -μικρού, μεγάλου, δεν έχει τόση σημασία- έρχεται ως επιστέγασμα της γενικότερης επιδοματικής πολιτικής που έχει καθιερώσει η κυβέρνηση και δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τις εκλογές.
Εξίσου ξεκάθαρο είναι, όμως, ότι η υπόθεση των υποκλοπών όχι μόνο έχει τραυματίσει την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη -αφού καθόλου δεν αγνοείται από τους πολίτες, ακόμη και από τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας- αλλά απειλεί να εξελιχθεί σε «λάβαρο» για τη συσπείρωση της αντιπολίτευσης (με κορμό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) γύρω από την «προοδευτική συγκυβέρνηση», από την πρώτη Κυριακή της απλής αναλογικής. Κάτι που δικαίως φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τον πρωθυπουργό, καθώς το Σάββατο εξαπέλυσε σκληρή επίθεση στη Βουλή εναντίον του (απόντος) Νίκου Ανδρουλάκη.
Προς επίρρωση των παραπάνω, η τελευταία έρευνα της MRB, ενισχυμένη από πλευράς μεγέθους δείγματος σε σχέση με πολλές άλλες έρευνες, δείχνει ξεκάθαρα ότι α) η ακρίβεια αποτελεί το πιο σημαντικό πρόβλημα για τους Έλληνες, με ένα ποσοστό πάνω από 80% να παραδέχεται ότι έχει πρόβλημα ή ακόμη και ότι αδυνατεί (8,2%) να ανταποκριθεί στις συνθήκες, β) 7 στους 10 χρεώνουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προβλήματος στην κυβέρνηση και τις πολιτικές της αλλά και γ) σχεδόν 8 στους 10 Έλληνες (και 7 στους 10 ψηφοφόρους της ΝΔ) θεωρούν ότι η υπόθεση των υποκλοπών είναι πολύ/αρκετά σοβαρή.
Ίσως ακόμη πιο σημαντικό «εύρημα», που φέρνει στο προσκήνιο η ίδια δημοσκόπηση, είναι ότι η αποδοχή της κυβέρνησης έχει αρχίσει να φθείρεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς, πιθανότατα κάτω από το βάρος των συνδυαστικών επιπτώσεων ακρίβειας και υποκλοπών.
Υπό αυτό το πρίσμα και ενόψει της συνεχούς απειλής νέων αποκαλύψεων για τις παρακολουθήσεις, που ίσως βαρύνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μερίδα του συμπολιτευόμενου Τύπου πιέζει τον Μητσοτάκη για «εκλογές το ταχύτερο», απηχώντας και αντίστοιχες απόψεις μέσα από το ίδιο το επιτελείο του.
Εντούτοις, παρά τα εύλογα επιχειρήματα υπέρ του, το συγκεκριμένο σενάριο έχει και μεγάλα μειονεκτήματα. Το πρώτο και ίσως σημαντικότερο είναι ότι η κυβέρνηση θα φανεί να σύρεται στις εκλογές υπό το βάρος νέων αποκαλύψεων, επιχειρώντας να «δραπετεύσει». Το δεύτερο μειονέκτημα είναι εσωτερικό. Αν η νίκη στις εκλογές ήταν δεδομένη, τα πράγματα θα ήταν απλά. Εάν όμως δεν είναι -και απ' ό,τι φαίνεται, μάλλον δεν είναι-, τότε προκύπτει και εσωτερικό θέμα για το κυβερνών κόμμα.
Η πολιτική πρακτική μέχρι τώρα φανερώνει ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο να απαρνηθεί ένα κόμμα την εξουσία αρκετούς μήνες πριν από την ώρα που είναι υποχρεωμένο να το πράξει, εφόσον δεν έχει ιδιαίτερα υψηλές πιθανότητες να τη διεκδικήσει ξανά μέσω των εκλογών. Συνέβη όμως όταν ο Κώστας Καραμανλής ήθελε πάση θυσία να παραδώσει τη διακυβέρνηση, για να μη σκάσει η βόμβα της χρεοκοπίας στα χέρια του.
Για τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας όμως σήμερα, κάθε μήνας που περνά, είναι ένας μήνας παραπάνω στον οποίο παραμένουν στη Βουλή, ενώ αν γίνουν εκλογές και σχηματιστεί κυβέρνηση απλής αναλογικής, πολλοί εξ αυτών θα βρεθούν χωρίς κοινοβουλευτικό έδρανο.
Στο τέλος της ημέρας, βέβαια, η επιλογή της ημερομηνίας ανήκει στον πρωθυπουργό. Όποια κι αν είναι αυτή, όλα δείχνουν ότι η τακτική του στο θέμα των υποκλοπών δεν πρόκειται να αλλάξει παρά τις πιέσεις που ασκούνται, ακόμη και μέσα στην παράταξή του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι όσο περισσότερος χρόνος περνά τόσο περισσότερο ένας «παίκτης» εγκλωβίζεται στην επένδυση που έχει κάνει σε μια συγκεκριμένη τακτική.
Το τίμημα όμως αυτής της τακτικής γίνεται ολοένα και βαρύτερο, φέρνοντας δυνατά στο προσκήνιο ακριβώς το πολιτικό ενδεχόμενο που θα ήθελε να αποφύγει: Τη μετεκλογική συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ πάνω και σε μια καθαρά «θεσμική» πλατφόρμα αιτιολόγησης, που μέχρι πριν λίγους μήνες ήταν ανύπαρκτη.
Τη διαλεύκανση της όλης υπόθεσης των παρακολουθήσεων και την προστασία των δημοκρατικών θεσμών, έναντι της «συγκάλυψης» για την οποία σχεδόν όλοι στην αντιπολίτευση κατηγορούν πλέον την κυβέρνηση Μητσοτάκη.