Oι περισσότεροι γνωρίζουν για το ορίτζιναλ σκάνδαλο «Watergate», που οδήγησε στην παραίτηση του προέδρου Νίξον, δεν ξέρουν όμως ακόμη και βασικά σημεία της υπόθεσης, που έσκασε σαν βόμβα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν από 50 χρόνια.
Οπως ότι μεσολάβησαν περίπου 2 χρόνια από τότε που δημοσιοποιήθηκε το συμβάν το 1972, έως ότου επήλθε η παραίτηση του προέδρου, για να γλιτώσει την πλήρη ατίμωση μιας αποπομπής από το Κογκρέσο, τον Ιούλιο του 1974.
Υπάρχουν και πιο σημαντικές «λεπτομέρειες». Όπως ότι ουδέποτε αποδείχθηκε ότι ο Ρίτσαρντ Νίξον ήξερε από πριν για το σχέδιο παρακολούθησης των Δημοκρατικών. Αυτό που τον «έφαγε» ήταν ότι έκανε σοβαρή προσπάθεια για να συγκαλυφθεί το σκάνδαλο, αφού έμαθε. Ή το ότι εάν δεν είχε μεσολαβήσει το σκάνδαλο, το πιθανότερο είναι ότι ο Νίξον θα έμενε στην ιστορία για διπλωματικές επιτυχίες της διακυβέρνησής του, όπως το άνοιγμα στην Κίνα που ενορχήστρωσε ο υπουργός Εξωτερικών του Χένρι Κίσινγκερ, ή για τη νέα περίοδο στις σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση, καθώς και για ορισμένες πρωτοποριακές τότε ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Εξαιτίας του σκανδάλου όμως, η «κληρονομιά» που άφησε πίσω του ο Νίξον ήταν το πρωτόγνωρο σoκ της διεθνούς κοινής γνώμης, η ενίσχυση της καχυποψίας των Αμερικανών για τον τρόπο που λειτουργεί η κυβέρνηση, αλλά και η ψήφιση ενός νομοθετικού πλέγματος που περιόρισε δραστικά την ισχύ του προέδρου, για δεκαετίες. Έως ότου ανετράπη σε μεγάλο βαθμό, με αφορμή τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, μετά την πτώση των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης.
Στη χώρα μας, το θέμα των υποκλοπών, γνωστό και ως «ελληνικό Watergate» σε ξένα δημοσιεύματα, έχει ήδη πάρει πολύ σοβαρές διαστάσεις, κλονίζοντας όχι μόνο την αξιοπιστία της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, αλλά και την αίσθηση των πολιτών σε ό,τι αφορά την ύπαρξη κράτους δικαίου, την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και την ευνομούμενη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστηρίζει σθεναρά ότι «δεν ήξερε», θέση με την οποία συμφώνησε ασμένως και ο υπουργός Εργασίας Κώστας Χατζηδάκης, που είναι πλέον προφανές ότι υπήρξε θύμα παρακολούθησης, με επισύνδεση.
Το θέμα όμως δεν είναι (μόνο) αν ήξερε ο κ. Μητσοτάκης. Ας δεχτούμε a priori ότι δεν ήξερε. Το θέμα πλέον είναι «γιατί δεν ρώτησε», μετά το κρούσμα με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, παρά την απομάκρυνση του ανιψιού του Γρηγόρη Δημητριάδη και του στενού του συνεργάτη Παναγιώτη Κοντολέοντος. Ή, εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν ρωτάει τώρα, ως ο άμεσα πολιτικός προϊστάμενος, τον νέο διοικητή της ΕΥΠ, όταν ο δημόσιος βίος κατακλύζεται από δημοσιεύματα περί παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ, αλλά και μέσω predator, υπουργών, ανώτατων αξιωματικών και λοιπών προσώπων μεγάλης εμβέλειας. Aκόμη και για τη λειτουργία παράκεντρου στους κόλπους της ΕΥΠ, στελεχωμένου από εν ενεργεία αστυνομικούς.
Σε οποιαδήποτε χώρα του πολιτισμένου κόσμου, τέτοιου είδους καταγγελίες είτε θα είχαν επισύρει βροχή μηνύσεων από τους θιγόμενους (ανάμεσά τους και από φυσικά πρόσωπα-επιχειρημαtίες που φέρονται να εμπορεύονταν το Predator) είτε θα είχαν προκαλέσει ανθρωποκυνηγητό, όχι απλά από τη Δικαιοσύνη αλλά από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες προστασίας του κράτους και των πολιτών, ώστε να βρεθεί τι έχει συμβεί και πώς. Με πρώτο μεταξύ όλων, τον νέο διοικητή της ΕΥΠ, που ενδεχομένως παρέλαβε μια «ανεξέλεγκτη» υπηρεσία.
Τίποτε από αυτά δεν φαίνεται να έχει συμβεί, παρότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη είναι γνωστή από τον Αύγουστο, η παρακολούθηση του δημοσιογράφου Κουκάκη, τόσο από την EΥΠ όσο και από το Predator, εδώ και οκτώ μήνες, ενώ τα δημοσιεύματα γίνονται πιο αποκαλυπτικά από εβδομάδα σε εβδομάδα!
Αντιθέτως, από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας έχουμε σωρεία στελεχών, που αφενός προβάλλουν ότι «ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτά, διότι έχει σημαντικότερα προβλήματα όπως η ακρίβεια» (άποψη που αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μνημείο πολιτικού κυνισμού και αμοραλισμού) και αφετέρου, ότι «και οι προηγούμενοι άκουγαν».
Ομοίως, από την πλευρά της αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί κάποιος ότι παίζεται ένα «σκάκι» με αποκαλύψεις σε… δόσεις, που έχει ως απώτερο στόχο να παγιδευτεί περισσότερο ο πρωθυπουργός και να πληγωθεί όσο το δυνατόν πιο πολύ η Νέα Δημοκρατία, στην πορεία προς τις επερχόμενες εκλογές.
Όλα αυτά, την ώρα που το σκάνδαλο των υποκλοπών συνδυάζεται με το σκάνδαλο Πάτση και τη σύλληψη της Καϊλή, κάνοντας την πολιτική σκηνή να μοιάζει όντως με δυσώδες τοπίο, από το οποίο αναβλύζει παρακμή, ενώ οι πολίτες καλούνται (ξανά) να σφίξουν το ζωνάρι και να ομνύουν στα εκάστοτε επιδόματα.
Εκείνο που δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί, όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα αλλά και οι λεγόμενοι opinion leaders της χώρας μας, είναι ότι η παρακμή δεν έχει χρώμα, για αυτό και είναι συχνά σχεδόν αόρατη, ιδίως σε εκείνους που δεν θέλουν να αντιληφθούν την ύπαρξή της. Εως ότου κυριαρχήσει.
Δεν δρα ποτέ προς όφελος κάποιου «συστημικού» σχήματος, είτε είναι μπλε, είτε πράσινο, είτε κοκκινίζει. Τουναντίον, αποτελεί τροφή για εκείνους που εχθρεύονται το πολίτευμα -και πολύτιμο όπλο για να πείσουν τους πολίτες ότι «δεν υπάρχει πραγματική Δημοκρατία». Αρα όσο πιο γρήγορα αποκαλυφθεί η αλήθεια και αποδοθούν ευθύνες, με τρόπο πειστικό για τους πολίτες, τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει η επούλωση σε ένα τραύμα βαρύ, όχι μόνο για την εσωτερική κοινή γνώμη αλλά και για την εικόνα της στο εξωτερικό. Ένα τραύμα επικίνδυνο όχι για το απώτερο αλλά για το προσεχές μέλλον.
Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να κινηθεί η ίδια η κυβέρνηση, με πρώτο τον πρωθυπουργό. Διότι αυτός που κυβερνά έχει την εξουσία αλλά και την ευθύνη.