Μάλλον πολλοί δεν πρόσεξαν προ ημερών το ρεπορτάζ στο γνωστό politico.eu, σύμφωνα με το οποίο, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κατηγορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «κερδοσκοπούν» με τον πόλεμο στην Ουκρανία, πουλώντας LNG σε υψηλές τιμές και βεβαίως όπλα για την προστασία των ευρωπαϊκών χωρών.
Πίσω από αυτές τις κατηγορίες, που σε λιγότερο άμεσους και σκληρούς τόνους έχουν ειπωθεί και επισήμως, βρίσκονται δύο αιτίες. Ότι το μεγάλο μέρος της Ευρώπης, περιλαμβανομένης της Γερμανίας, έχει ανταλλάξει την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, με εξάρτηση από το (ακριβότερο) αμερικανικό LNG. Και δεύτερον, από τη δυσαρέσκεια για τα νομοθετήματα του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν, που περιλαμβάνουν νέους φόρους (στις εισαγωγές) αλλά και νέες επιδοτήσεις (στην εγχώρια παραγωγή), θίγοντας και την ευρωπαϊκή βιομηχανία, κυρίως μέσο του γνωστού ως Inflation Reduction Act (IRA).
Είναι δε κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί, ειδικώς, εκτιμούν πως με αφορμή τις συνέπειες της σύρραξης στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ επιχειρούν να πλήξουν τη γερμανική βιομηχανία στον διεθνή στίβο.
Το θέμα είναι σοβαρό. Η ενότητα της Δύσης επί της σκληρής γεωπολιτικής γραμμής που έχουν χαράξει οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κινδυνεύει μόνο από τυχόν κοινωνικές αντιδράσεις, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας που προκαλούν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις στη Ρωσία. Ενδεχομένως εξίσου επικίνδυνη θα αποδειχθεί η αντίδραση των μεγάλων και οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων της Γηραιάς Ηπείρου, που ήδη γνωρίζουν ότι η Ευρώπη υφίσταται το βαρύτερο τίμημα εξαιτίας της σύγκρουσης με τη Ρωσία (εξαιρουμένης προφανώς της ίδιας της Ουκρανίας), εφόσον θεωρήσουν (όπως φαίνεται να συμβαίνει) ότι ο «μεγάλος σύμμαχος» αξιοποιεί την κατάσταση υπέρ των δικών του οικονομικών και λοιπών συμφερόντων.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η Ευρώπη και η Γερμανία ειδικότερα βλέπουν με σκεπτικισμό τη σκληρή τακτική που ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στην Κίνα, φοβούμενες νέες σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Στην πράξη, ομολογούν αρκετοί παράγοντες, η οικονομική ευμάρεια και η ανάπτυξη στην Ευρώπη κινδυνεύουν σοβαρά να συνθλιβούν στις μυλόπετρες του ανταγωνισμού μεταξύ των τριών γεωπολιτικών υπερδυνάμεων, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν άλλες στρατιωτικού τύπου αναφλέξεις.
Ο φόβος της σύνθλιψης δεν αφορά μόνο τη Γερμανία, που έχει στηρίξει την οικονομία της στην εξαγωγική βιομηχανία της. Καλώς ή κακώς, η Γερμανία είναι η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης. Κι έχει πολύ σημαντικότερες δυνατότητες να στηρίξει τις επιχειρήσεις και τους πολίτες της από οποιοδήποτε άλλο κράτος, κι ακόμη περισσότερο, σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου όπως η Ελλάδα.
Η τελευταία μπορεί να ξεχωρίζει εξαιτίας της έντονης ανάπτυξης που κατέγραψαν οι οικονομικοί δείκτες το τρέχον έτος, δύσκολα όμως θα μπορέσει να αποφύγει το έντονο «φρενάρισμα» το 2023. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη μειώνονται ήδη στην περιοχή του 1%-1,5% καθώς ο τουρισμός εκτιμάται ότι θα συμπιεστεί από την ύφεση στην Ευρώπη, μαζί με τις εξαγωγές, ενώ θέμα χρόνου, σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και επιτοκίων, είναι να συγκρατηθεί και η κατανάλωση. Ειδικά η κατανάλωση μπορεί να παρουσιάσει έντονες μεταβολές μετά τις εκλογές, καθώς ολοένα και περισσότεροι εκτιμούν ότι η επιδοματική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση θα αποδειχθεί δυσβάσταχτη για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας μας.
Βραδυφλεγής βόμβα, σε αυτό το κλίμα, τα κόκκινα δάνεια και τα χρέη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να έφυγαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, δεν έχουν πάψει όμως να υφίστανται, σε ποσοστό επικίνδυνα υψηλό, τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία και την πολιτική πραγματικότητα.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο γενικότερο, η Ευρώπη πληρώνει σήμερα τις «αμαρτίες» πολλών δεκαετιών. Πληρώνει την αμυντική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ, μια «κληρονομιά» του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, την οποία όμως θεώρησε πολύ βολική για να ανατραπεί. Πληρώνει επίσης και τη γεωπολιτική της ανυπαρξία, η οποία αποτελεί συνέπεια όχι μόνο της παραπάνω εξάρτησης, αλλά και της αδυναμίας της ίδιας της Ευρώπης να στήσει τους επιβεβλημένους μηχανισμούς για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, αλλά και να διασφαλίσει τις απαραίτητες συναινέσεις στο εσωτερικό της, για τους βασικούς άξονες μιας τέτοιας πολιτικής.
Τώρα αρκετοί είναι εκείνοι που σταδιακά αφυπνίζονται απέναντι στους κινδύνους που προκαλεί το γεγονός ότι η Ευρώπη συνιστά επί της ουσίας παρακολούθημα της αμερικανικής πολιτικής σε θέματα ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά της. Όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αυξανόμενη ένταση με την Κίνα, θέματα που είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Έτοιμες λύσεις όμως δεν φαίνεται να υπάρχουν καθώς ούτε η αμυντική ισχύς χτίζεται από τον ένα χρόνο στον άλλο, ούτε μηχανισμοί άσκησης δυναμικής εξωτερικής πολιτικής δημιουργούνται χωρίς πολυετείς προσπάθειες και όραμα.
Την κατάσταση καθιστά χειρότερη μια διαπίστωση που έχει αρχίσει να εδραιώνεται όχι μόνο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και σε κύκλους της αμερικανικής εξουσίας, που λένε σκωπτικά ότι «η κυβέρνηση Μπάιντεν τα έχει σκεφτεί όλα για τον πόλεμο στην Ουκρανία, εκτός από το ποια είναι η στρατηγική της για να τερματιστεί».
Για παράδειγμα, οι ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι ακόμη και στο πιο θετικό σενάριο για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων, θα είναι από εξαιρετικά δύσκολο έως ακατόρθωτο να επανακτηθούν πλήρως τα ουκρανικά εδάφη, όπως ζητούν οι Ουκρανοί, όσο ο Πούτιν ζει και κατέχει την εξουσία και χωρίς να προκύψει σοβαρός πλέον κίνδυνος πυρηνικών πληγμάτων.
Εντούτοις, η ευρωπαϊκή πολιτική δεν φαίνεται ως τώρα να έχει δυνατότητες να παίξει ρόλο σε αυτό το κρίσιμο -και λεπτό- ζήτημα. Διότι δεν θεωρείται ισότιμος συνομιλητής, ούτε από τους μεν ούτε από τους δε. Γεγονός ιδιαίτερα επικίνδυνο, διότι εκτός των άλλων, σημαίνει ότι αν διαρραγεί η ενότητα της Δύσης, έστω και μερικώς, αυτό θα συμβεί σε ένα περιβάλλον εντελώς ρευστό και υπό μια έννοια «άναρχο».