Το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την ΕΥΠ και το πλαίσιο παρακολουθήσεων δημιουργεί πλέον ένα «ανάχωμα» στις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, εφόσον δεν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία εναντίον τους, ενώ εμπλέκει στη διαδικασία τον εκάστοτε πρόεδρο της Βουλής.
Εντούτοις, πολλά άλλα μέτωπα παραμένουν ανοικτά, ορισμένα εκ των οποίων ευτυχώς ανέδειξε στην έκθεση πεπραγμένων της για το 2021 η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία άλλωστε ξεκαθάρισε και ότι ουδείς ζήτησε θεσμικά την άποψή της για το εν λόγω νομοσχέδιο, ως όφειλε να συμβεί.
Τα ανοικτά αυτά μέτωπα αφορούν τους Έλληνες πολίτες γενικώς, είτε είναι ιδιώτες, είτε είναι επιχειρηματίες, υπάλληλοι του Δημοσίου, ή βεβαίως δημοσιογράφοι. Και το περίεργο είναι ότι περί αυτών δεν έχουμε ακούσει κουβέντα και από ολόκληρη την αντιπολίτευση, η οποία ασχολείται (δικαίως μεν) με το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης, αγνοώντας όμως όλα τα υπόλοιπα! Ομοίως, το θέμα δεν φαίνεται να έχει υποπέσει και στην αντίληψη των αρμόδιων οργάνων της επαγγελματικής δημοσιογραφίας.
Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο σημαντικό θέμα είναι ότι με το νέο νόμο που τελεί υπό διαβούλευση, ορίζονται τα θέματα «εθνικής ασφαλείας» με ιδιαίτερα ευρύ τρόπο (σημειωτέον ότι μέχρι τώρα δεν υπήρχε καν ορισμός), περιλαμβάνοντας μέχρι και τη «νομισματική προστασία», παρότι η χώρα ως γνωστόν δεν διαθέτει πλέον εθνικό νόμισμα.
Το δεύτερο θέμα είναι ότι ενώ στην περίπτωση πολιτικών προσώπων προβλέπεται ότι το αίτημα άρσης του απορρήτου «οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία, που να καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας», για τους υπόλοιπους… πληβείους δεν υπάρχει αναφορά ούτε καν στην ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένων στοιχείων, προκειμένου να ασκήσουν την κρίση τους οι δικαστικοί λειτουργοί και να εγκρίνουν ή να απορρίψουν το αίτημα!
Το μόνο που αναφέρεται, εντελώς αόριστα, είναι ότι ο δικαστικός λειτουργός αποφασίζει με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο αίτημα (όποια κι αν είναι αυτά) και ότι στη διάταξη αναγράφεται (κι αυτό κατά περίπτωση) ο σκοπός της άρσης του απορρήτου.
Οι απίστευτες προβλέψεις του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου
Γιατί επισημαίνουμε αυτή τη διαφορά; Διότι όπως αναγράφει επισήμως στην έκθεσή της η ανεξάρτητη αρχή ΑΔΑΕ, για το ως σήμερα ισχύον θεσμικό πλαίσιο: «Στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο νόμος δεν προβλέπει υποχρέωση αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης [a contrario, άρθρο 5 παρ. 2 περ. (β)]. Μολονότι είναι φανερό ότι η επιλογή αυτή του νομοθέτη συναρτάται με την ανάγκη διαφύλαξης πληροφοριών που ανάγονται στον σκληρό πυρήνα του κράτους και της ασφάλειάς του, είναι, εντούτοις, αξιοσημείωτο το προαναφερθέν γεγονός, ότι δηλαδή στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν απαιτείται τέτοια αιτιολογία. Ειδικότερα, η παράλειψη αιτιολογίας αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας -γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήματα σε σχέση με τις αρχές και τα minima του κράτους δικαίου».
Και συνεχίζει:
«Στη διάταξη, δια της οποίας επιβάλλεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν προβλέπεται εκ του νόμου υποχρέωση αναγραφής του ονόματος "του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης" [a contrario, άρθρο 5 παρ. 2 περ. (α)]. Αυτό πρακτικά οδηγεί στη δυνατότητα άρσης του απορρήτου χαρακτήρα της επικοινωνίας για αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων (μη ατομικώς προσδιορισμένων). Στην περίπτωση, ωστόσο, τέτοιων "μαζικών ή χωρικών" άρσεων ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)».
Εν ολίγοις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν σε πολλές περιπτώσεις ο δικαστικός λειτουργός που καλείται να εγκρίνει ή να απορρίψει τα αιτήματα άρσης του απορρήτου, προκειμένου να γίνει μια παρακολούθηση για λόγους «εθνικής ασφαλείας», είχε στη διάθεσή του έστω και τα στοιχειώδη στοιχεία για να εξασκήσει κατά τα παραπάνω τη δικαστική του «κρίση». Ενέκρινε «στα τυφλά» ή περίπου «στα τυφλά»!
Παραμένουμε στα ίδια και με το νέο νόμο
Μια ανάγνωση του επερχόμενου θεσμικού πλαισίου, σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατάρτισε η κυβέρνηση, ουδόλως φαίνεται να αλλάζει το συγκεκριμένο καθεστώς στην ουσία του, για τα μη πολιτικά πρόσωπα.
Ενώ είναι επίσης σαφές ότι ΔΕΝ προκύπτει υποχρέωση αναγραφής του προσώπου ή των προσώπων που αφορά η άρση του απορρήτου, στη σχετική διάταξη, καθώς επίσης ότι κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, μπορεί να υπάρξει και παράληψη ή συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία που υποτίθεται ότι πρέπει να περιλαμβάνει μια διάταξη άρσης απορρήτου, δηλαδή:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση,
β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση,
γ) τον σκοπό της άρσης,
δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,
ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης και
στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
Τα παραπάνω θα πρέπει τώρα να συνδυαστούν και με τον προτεινόμενο ορισμό περί άρσης απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφαλείας», ο οποίος σύμφωνα με το νομοσχέδιο της κυβέρνησης, αφορά τους λόγους «που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα και ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».
Πρόκειται για ορισμό που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει ευρύτερος, ως προς το τι συνιστά λόγο εθνικής ασφάλειας. Και προφανώς δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το ποιος θα εξειδικεύει πού τελειώνει, για παράδειγμα, η «προστασία των οικονομικών δομών της χώρας» και του νομίσματος, και αρχίζει η… αυθαιρεσία.
Εντέλει, παρότι έγινε γνωστό σε όλους ότι με τη σημερινή διαδικασία του απορρήτου (έτσι όπως τουλάχιστον την ερμηνεύει η κυβερνητική πλειοψηφία) αδυνατεί να ελέγξει την ΕΥΠ η Βουλή και οι Επιτροπές της, ενώ δεν μπορεί (όπως ομολογεί η ίδια) να κάνει τη δουλειά της και η καθ' ύλην αρμόδια ΑΔΑΕ, είναι απορίας άξιο, πώς έρχεται νέο νομοσχέδιο στη Βουλή χωρίς, για παράδειγμα, να δημιουργεί επιτέλους μια ειδική επιτροπή της Βουλής (με διαβάθμιση απορρήτου) για να μπορεί κάποιος να ελέγχει την ΕΥΠ, που σήμερα εμφανίζεται πρακτικά «ανέλεγκτη».
Το ίδιο βεβαίως μπορεί να ισχύσει και για τους δικαστικούς λειτουργούς, που υποτίθεται ότι πρέπει να ελέγχουν τις άρσεις απορρήτου και πιθανώς πολλές άλλες λειτουργίες της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας. Ας προβλεφθεί ειδικός έλεγχος και απονομή απόρρητης διαβάθμισης στους αρμόδιους δικαστικούς λειτουργούς (για την 3ετή θητεία τους), προκειμένου να μη «φοβάται» η ΕΥΠ να δίνει συγκεκριμένα στοιχεία για μια υπόθεση στην οποία επιθυμούν άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας, ώστε να μπορούν και οι δικαστικοί λειτουργοί να εγκρίνουν με ουσιαστικό τρόπο και όχι για το τυπικό της υπόθεσης.
Σε πολλά κράτη στα οποία υποτίθεται ότι θέλουμε να ανήκουμε, αυτά τα έχουν λυμένα εδώ και δεκαετίες.
Υ.Γ. Μια πολύ πιο επιστημονική και νομικά εκλεπτυσμένη κριτική επί ορισμένων θεμάτων στα οποία το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην Καθημερινή.