Ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται η σύρραξη στην Ουκρανία, περιλαμβανομένης της στάσης που κρατούν οι μεγάλες δυνάμεις, προσφέρει ορισμένα όχι απλώς χρήσιμα, τολμώ να πω «πολύτιμα» μαθήματα, δεδομένων των ελληνοτουρκικών διαφορών και των τουρκικών προκλήσεων, που μετρούν ήδη πολλές δεκαετίες ιστορίας.
- Το πρώτο δίδαγμα δεν είναι καινούργιο, αφού έχει επιβεβαιωθεί συχνότατα και στο παρελθόν, πρέπει όμως να εμπεδωθεί: Η ενεργός στρατιωτική εμπλοκή τρίτου μέρους σε μια σύρραξη μεταξύ δύο χωρών αποτελεί, τουλάχιστον για τις Δυτικές χώρες, έσχατο μέτρο. Ακόμη κι αν συμβεί, δεν θα συμβεί εξαρχής. Που σημαίνει ότι εάν στο μεταξύ ο επιτιθέμενος έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τετελεσμένα, θα προλάβει να το πετύχει.
- Στο ίδιο πλαίσιο, ακόμη κι αν ο αμυνόμενος αρχίσει να λαμβάνει τεράστιες ποσότητες στρατιωτικής και αμυντικής βοήθειας (χρήματα και υλικά) μετά την επίθεση, αν στο κρίσιμο πρώτο διάστημα της σύρραξης δεν μπορεί να αντισταθεί ικανοποιητικά, οι ανθρώπινες και υλικές απώλειες που θα υποστεί, ενδέχεται να είναι τεράστιες, με κίνδυνο να απωλέσει, προσωρινά ή και μόνιμα, περιοχές της επικράτειάς του.
- Οι οικονομικές κυρώσεις, αγαπημένο όπλο της Δύσης, σπανίως θα αποτρέψουν έναν αποφασισμένο αντίπαλο, ενώ σχεδόν ποτέ δεν επιφέρουν αποτελέσματα σε τόσο σύντομο χρόνο, ώστε να εμποδίσουν τις ανυπολόγιστες καταστροφές που προκαλεί ταχύτατα ο πόλεμος, κατά κανόνα στο έδαφος του αμυνόμενου.
Τα παραπάνω δεν είναι καθόλου ασήμαντα, καθώς ειδικευμένοι αναλυτές θεωρούν πιθανή μια προσπάθεια δημιουργίας γρήγορου τετελεσμένου στο Αιγαίο, με πιθανό στόχο για παράδειγμα το Καστελλόριζο, ιδίως μετά την επίσημη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου.
- Η Ουκρανία δεν ήταν μέλος του ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνει της αποτρεπτικής ισχύος που προσφέρει -θεωρητικά τουλάχιστον- η συγκεκριμένη συμμαχία, παρότι διατηρούσε στενούς δεσμούς τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το ΝΑΤΟ, με τα δυτικά στρατεύματα να της παρέχουν κάποιες ποσότητες ελαφρών όπλων αλλά και συστηματική εκπαίδευση, πριν την τρέχουσα σύρραξη. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, όπως είναι όμως και η Τουρκία. Κι αυτό σημαίνει ότι η αντίδραση της Δύσης σε μια τουρκική ενέργεια μπορεί να «βραχυκυκλωθεί» από νομικίστικα και πολιτικά τερτίπια, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, το οποίο όμως ενδέχεται να αποβεί μοιραίο για τα ελληνικά συμφέροντα.
Το οξύμωρο στην όλη υπόθεση είναι ότι αντίθετα με την Τουρκία (που έχει διαμάχες με διάφορες χώρες και λαούς στα υπόλοιπα σύνορά της), για την Ελλάδα ίσως ο κυριότερος λόγος παραμονής στο ΝΑΤΟ, για αμυντικούς λόγους, σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την απειλή της γείτονας. Που σημαίνει βεβαίως ότι η χώρα μας δεν μπορεί να αποχωρήσει, ακόμη κι αν το ήθελε, ενόσω η Τουρκία είναι μέλος της συμμαχίας.
Θυμίζουμε ότι το 1974, Ελλάδα και Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, η Κύπρος όμως δεν ήταν, ενώ παραμένει εκτός και σήμερα. Σε σχέση με την Τουρκία λοιπόν, το ΝΑΤΟ είναι μεν για μας μια αναγκαία συνθήκη, χωρίς όμως να είναι σίγουρο ότι θα αποδειχθεί και ικανή.
- Πέρα από τα τυχόν ευάλωτα σημεία της χώρας μας, που μπορεί να αποτελέσουν στόχους γρήγορων τετελεσμένων (νησιά), μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί και στην περιοχή της Θράκης, λόγω της ύπαρξης σημαντικής μουσουλμανικής μειονότητας. Πρόκειται για «χαρτί» που έχει αποφύγει να παίξει δυναμικά η Τουρκία, ωστόσο η περιπέτεια της Ουκρανίας δείχνει ξεκάθαρα πόσο αποφασιστικό ρόλο μπορεί να παίξει η ύπαρξη διαφορετικών θρησκευτικών/γλωσσικών/εθνοτικών «ταυτοτήτων» στην πυροδότηση, την εξέλιξη, αλλά και τη θεωρητική αιτιολόγηση μιας σύρραξης.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, πρόκειται για υπόθεση που εκδηλώθηκε δυναμικά ήδη από το 2013-2014, οδήγησε κατόπιν της αυτονόμησης του Ντονμπάς, σε εμφύλιο (εξωτερικά υποκινούμενο), που συνεχίστηκε σε αυξομειούμενα επίπεδα έντασης για οκτώ χρόνια και αποτελεί σήμερα ένα από τα «άλλοθι» της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής.
- Ο πόλεμος έχει πάψει να είναι αδιανόητος στην Ευρώπη κι ένας σύγχρονος πόλεμος προκαλεί πολύ γρήγορα τεράστιες απώλειες σε ανθρώπους, υλικά και υποδομές, ενώ εξαντλεί τα αποθέματα του καιρού ειρήνης με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η Ουκρανία εξακολουθεί να στέκεται όρθια, όχι μόνο χάρη στο πείσμα των στρατιωτικών της δυνάμεων και στην άρτια εκπαίδευση που φαίνεται να είχε ο τακτικός στρατός της από τις δυτικές δυνάμεις προ σύρραξης, αλλά και χάρη στη συνεχή υποστήριξή της από τη Δύση, με όπλα, χρήμα και -σημείο-κλειδί- πληροφορίες για το πεδίο της μάχης, σε ξηρά, θάλασσα και αέρα.
Το ερώτημα είναι όχι απλώς αν η Ελλάδα θα απολαύσει αντίστοιχα ισχυρής στήριξης, αλλά κυριότερα σε ποιο βαθμό βρίσκεται προετοιμασμένη για μια σύρραξη που μπορεί μεν να ξεκινήσει από τον αντίπαλο, ως μια επιχείρηση-αστραπή για τη δημιουργία τετελεσμένων, ενδέχεται όμως να εξελιχθεί σε μια παρατεταμένη μάχη. Πόσο επαρκής είναι άραγε σήμερα η ελληνική «εφεδρεία»; Πόσο καλά εκπαιδεύεται ο κύριος όγκος των ενεργών δυνάμεων; Τι στρατηγικά αποθέματα απαραίτητων υλικών και πολεμοφοδίων διαθέτουμε, σε σχέση με τον εν δυνάμει αντίπαλο;
Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, η πολιτική προσέγγιση με την Τουρκία και στη συνέχεια η μνημονιακή κρίση -που με τις ευλογίες της ΕΕ μείωσε κατακόρυφα τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες- οδήγησαν σε απώλεια της εξοπλιστικής ισορροπίας που με κόπο διατηρούσε η χώρα μας έναντι της Τουρκίας, ιδίως από το 1974 και μετά. Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι καταβάλλεται σημαντική προσπάθεια να μειωθεί το χάσμα, μια προσπάθεια που έχει επικεντρωθεί κυρίως σε “big ticket items” όπως οι νέες φρεγάτες και τα αεροσκάφη Rafale.
Εντούτοις ζωτικά θέματα με στρατηγική σημασία για τη χώρα, είτε πρόκειται για τη σαθρή κατάσταση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, είτε για την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών, αναφορικά με την αποτελεσματική εκμετάλλευση του χρόνου που προσφέρουν στην πατρίδα οι εκάστοτε στρατεύσιμοι, παραμένουν στην κατηγορία των ζητούμενων, όπως και πολλά ακόμη απαραίτητα συστατικά μιας αποτελεσματικής αμυντικής πολιτικής.
Ας μη λησμονούμε λοιπόν ότι πολύ σπάνια ξεσπούν πόλεμοι, όταν ο εν δυνάμει επιτιθέμενος εκτιμά ότι είναι πολύ πιο πιθανό να βγει χαμένος παρά κερδισμένος. Αυτή ακριβώς είναι η έννοια της αποτροπής. Η οποία σίγουρα έχει υψηλά κόστη, ιδίως όταν απέναντι έχεις έναν πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος αντίπαλο. Το κόστος της μη αποτροπής όμως είναι πάντα πολύ υψηλότερο. Και δεν αποτιμάται μόνο σε χρήμα.
Ακόμη και αν η Ουκρανία καταφέρει με όλη τη στήριξη που έχει, να απωθήσει τον εισβολέα της (κάτι που δεν είναι καθόλου σίγουρο), το μέγεθος των καταστροφών που έχει ήδη υποστεί σε λιγότερο από τρεις μήνες πολέμου αποτιμάται σε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και σε πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση, θα περάσουν πολλά χρόνια από τη λήξη του πολέμου για να ξανασταθεί στα πόδια της, κι ακόμη περισσότερα για να επουλωθούν όλες οι πληγές.