Θα έπρεπε ο εμβολιασμός να καταστεί υποχρεωτικός; Κι αν ναι, σε ποιες κατηγορίες πολιτών/εργαζομένων; Πού τελειώνει η ελευθερία «αυτοδιάθεσης», όταν η κοινωνία εκτίθεται στον απόλυτο κίνδυνο μιας πανδημίας;
Τι διαφορά έχει ο τρόπος αντιμετώπισης μεταξύ απολυταρχικών και φιλελεύθερων καθεστώτων; Μήπως σε κάποιες περιπτώσεις, το δεύτερο είναι καλύτερο από το πρώτο; Κι εντέλει, ποια είναι τα όρια που ξεχωρίζουν τους εκπροσώπους του ενός συστήματος από το άλλο;
Τα ερωτήματα αυτά, για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ακόμη και ανάμεσα σε δυτικές δημοκρατίες, δεν είναι καθόλου ρητορικά.
Κάτι που δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η δυτικότροπη θεωρία πως η φιλελεύθερη δημοκρατία (σε συνδυασμό με τον καπιταλισμό) είναι το καλύτερο πολίτευμα για την ανθρωπότητα δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως.
Όχι από την πλευρά του σοσιαλισμού, υπαρκτού και μη, όπως θα περίμεναν ή και επιθυμούσαν ίσως κάποιοι παλαιότεροι, αλλά από την πλευρά περισσότερο απολυταρχικών καθεστώτων.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμή ξεκίνησε (και ουδόλως έχει ολοκληρωθεί) με την εμφάνιση σημαντικών μεταναστευτικών κυμάτων με προορισμό την Ευρώπη, που δυστυχώς για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, συνοδεύτηκε και από έξαρση της τρομοκρατίας από εξτρεμιστές ισλαμιστές.
Η δεύτερη αφορά την οικονομική εδραίωση της Κίνας, στη θέση του δεύτερου μεγαλύτερου οικονομικού και γεωστρατηγικού παίκτη, αλλά και την προσδοκία ότι σύντομα θα κατέχει ίσως την πρώτη θέση, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, ακολουθώντας ένα δικό της υπόδειγμα, απολυταρχικής διακυβέρνησης και «κρατικού καπιταλισμού». Δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά μετά τα όσα συνέβησαν στην πανδημία, το κυρίαρχο κομμουνιστικό κόμμα συγκρίνει πλέον ανοικτά το κινεζικό μοντέλο με τις δημοκρατίες της Δύσης, υποστηρίζοντας ότι υπερέχει σε αποτελεσματικότητα κι εντέλει σε κοινωνική «προστασία»!
Η τρίτη σχετίζεται άμεσα με την ίδια την υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς κατέστη προφανές ότι αρκετές χώρες της Ασίας, με λιγότερο ή περισσότερο απολυταρχικά καθεστώτα, που είχαν διασφαλισμένη την υπακοή των πολιτών, αλλά και δεδομένη την καταστρατήγηση των προσωπικών δεδομένων (όμως είχαν και κάτι ακόμη που δεν είχε η Δύση, εμπειρία από την αντιμετώπιση προηγούμενων πανδημιών), βρέθηκαν να είναι πιο αποτελεσματικές στον περιορισμό κρουσμάτων και θανάτων, σε σχέση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Ειδικά τώρα, κατόπιν της προόδου των εμβολιασμών αλλά και της διαπίστωσης ότι ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών, σε διάφορες χώρες, δεν έχει πειστεί να προχωρήσει, έρχεται στην επιφάνεια ένα ακόμη θέμα με ιδεολογικό «μανδύα», που ακουμπά στην καρδιά της ατομικής ελευθερίας, με έναν πρωτόγνωρο για την εποχή μας τρόπο: Δικαιούται κάποιος να αρνείται τον εμβολιασμό, όταν αυτό επηρεάζει όχι μόνον τον εαυτό του αλλά εμμέσως, μέσω της λογικής των αριθμών (προκειμένου να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης), δημιουργεί κινδύνους και για το ίδιο το κοινωνικό σύνολο;
Κι αν το δικαιούται, μήπως θα πρέπει να αναλαμβάνει και το «κόστος» της επιλογής του, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, είτε πληρώνοντας σε περίπτωση νοσηλείας είτε με άλλους, πιο έμμεσους τρόπους;
Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για το θέμα των μεταναστών/προσφύγων, είτε για τους μουσουλμάνους εν γένει (όπως ως ένα βαθμό συμβαίνει στη Γαλλία), είτε πρόκειται για το ποιο σύστημα είναι οικονομικά καλύτερο, είτε για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αυτό που έχει σημασία είναι:
- Ό,τι απόψεις κι αν εκφράζουν κάποιοι opinion leaders, ό,τι κι αν αποφασίζουν επιτροπές σοφών και πολιτικών, είτε ειδικών σε θέματα «βιοηθικής» (όρος άγνωστος έως πρότινος στη συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης), μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης διαμορφώνει άποψη, με βάση τις προσωπικές εμπειρίες, ανησυχίες και φόβους, επηρεαζόμενο επίσης από ανεπίσημα «κανάλια» όπως τα social media, αλλά και σε συνάρτηση με το κοινωνικό, μορφωτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο.
Κι επειδή όποιος αδυνατεί να αντιληφθεί ότι είναι πολύ πιο εύκολο να είναι κάποιος φιλάνθρωπος, φιλελεύθερος και γενικώς ανθρωπιστής, όταν δεν θεωρεί πως διακινδυνεύει κάτι, είναι μάλλον υποκριτής ή αιθεροβάμων, ερχόμαστε στο τελικό συμπέρασμα:
Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι τα επόμενα χρόνια θα δοκιμαστεί ακόμη πιο σκληρά η «αντοχή» των παραδοσιακών δυτικών αξιών, που με μια φράση αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι μόνο από έξω (μέσα από την ανάδυση διαφορετικών υποδειγμάτων) αλλά και εκ των έσω.
Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, ίσως η «διάβρωση» του κεντρικού πολιτικού συστήματος από απολυταρχικές ιδέες και ατζέντες, προκειμένου να αποφευχθεί η διαρροή ψηφοφόρων, να αποδειχτεί πολύ πιο καίριο ζήτημα για την «ψυχή» της Δύσης, απ’ ό,τι η ενίσχυση των καθαρόαιμων ακροδεξιών λαϊκιστικών μορφωμάτων.
Κάποιοι θα πουν ότι αυτή ακριβώς η «ευελιξία» της Δημοκρατίας στην ενσωμάτωση αντικρουόμενων απόψεων και συμφερόντων είναι και το μεγάλο της πλεονέκτημα. Ωστόσο, περιπτώσεις όπως αυτές της Ουγγαρίας και της Ρωσίας μάλλον δείχνουν ότι υπάρχουν όρια πέρα από τα οποία η δημοκρατία είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό «κατ’ όνομα».
Η πρόκληση λοιπόν μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι μπροστά μας και θα είναι μεγάλη!