Μπορεί η υπόθεση «Χρυσή Αυγή» να περνά και δικαστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, έχοντας ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικού λαού, πλην όμως, σε ό,τι αφορά την ποιοτική λειτουργία της Δημοκρατίας μας αλλά και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένα φαινόμενα.
Αποτελεί υποκρισία να επαινούμε τους δικαστές, λέγοντας ότι «αποφάσισαν ανεπηρέαστοι», όπως ισχυρίστηκαν εκ των υστέρων ορισμένοι πολιτικοί μας, όταν τις μέρες ΠΡΙΝ βγουν οι αποφάσεις του δικαστηρίου, υπήρξε συντονισμένος καταιγισμός δημοσιευμάτων στα MME, σχολιογραφίας στα κοινωνικά δίκτυα, οργανωμένες πορείες με πολύ μεγάλη συμμετοχή, αλλά και απευθείας παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων και κομμάτων, ξεκάθαρα υπέρ μιας αναμενόμενης συγκεκριμένης κατεύθυνσης.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, όλος αυτός ο θόρυβος, αν περιοριζόταν στα social media και σε συγκεντρώσεις κι απεικονιζόταν στα ΜΜΕ άνευ κομματικής ενθάρρυνσης και θέσης, θα ήταν εύλογος, ως έκφραση μιας μαζικής «λαϊκής θέσης».
Εντούτοις, φοβούμαι ότι η συνολική εικόνα που περιέγραψα, καθώς η πολιτική έσπευσε -κάκιστα, κατά την άποψή μου- να «καβαλήσει» στο κύμα της κοινής γνώμης, δημιουργεί κινδύνους προσφυγής των καταδικασμένων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με αντίστοιχες δικαιολογίες.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι υποκρισία μετά από τα όσα συνέβησαν, να ομιλούμε περί «ανεπηρέαστων» δικαστών. Πώς το ξέρουμε αυτό, μέσα σε τέτοια περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Κι εντέλει, τι θα λέγαμε αν ελάμβαναν απόφαση αντίθετη; Και τι βάρος θα έπρεπε να σηκώσουν οι ίδιοι;
Μάλλον πιο ορθή είναι η θέση κάποιων άλλων ότι «οι δικαστές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και τη γενικότερη κοινωνία, σε περιπτώσεις τόσο εύλογης σπουδαιότητας για το κοινωνικό σύνολο».
Σε κάθε περίπτωση, όλη αυτή η κινητοποίηση εδράστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στην εισήγηση της εισαγγελέως να μην καταδικαστούν για εγκληματική οργάνωση (επειδή δεν αποδείχτηκε οικονομικό όφελος), γεγονός που ανεξαρτήτως ορθότητας της νομικής της βάσης, την οποία δεν είμαι προφανώς σε θέση να αποτιμήσω, ως μη νομικός, δημιούργησε στην κοινωνία μια αίσθηση ότι «κάτι πάει στραβά» στη συγκεκριμένη δίκη.
Επ' αυτού, για να είμαι σαφής, ακόμη διερωτώμαι γιατί δεν κατηγορήθηκαν επιπλέον για τη σύσταση μιας στυγνής τρομοκρατικής οργάνωσης, μια και καταφανώς σκοπός τους (όπως προκύπτει και από τη δράση τους) ήταν να τρομοκρατήσουν σε διάφορα επίπεδα, ακόμη και με την αφαίρεση ανθρώπινων ζωών, προωθώντας την ατζέντα των ναζιστικών τους πεποιθήσεων.
Όλα αυτά όμως αποτελούν πλέον, νωπή μεν, «ιστορία».
Δεν συμβαίνει το ίδιο με ένα άλλο θέμα, ενδεχομένως πολύ σοβαρότερο, που βρίσκεται σε εξέλιξη, δέσμιο της υποκρισίας μας.
Από τις Πρέσπες στον «διάλογο» με την Τουρκία
Η υποκριτική στάση της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας στο θέμα των Πρεσπών (λογική μόνο από την πλευρά της εσωκομματικής σκοπιμότητας) πέραν της αποκάλυψής της από φαιδρά γεγονότα (όπως τα περί «ιστορικής συμφωνίας», στην ανακοίνωση για τη συνάντηση με τον Πομπέο, που διαγράφτηκαν εκ των υστέρων), φαίνεται να έχει «μπολιάσει» και την υποτιθέμενα ρεαλιστική πολιτική μας στα ελληνοτουρκικά.
Την ώρα που ο Ερντογάν ανοίγει το ένα μέτωπο μετά το άλλο (Ναγκόρνο-Καραμπάχ και Βαρώσια, τα δύο τελευταία παραδείγματα), όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και σε ευρύτερη διεθνή κλίμακα (στο θέμα Αρμενίων-Αζέρων φαίνεται να βρίσκεται απέναντι και στα ρωσικά συμφέροντα), σε βαθμό που να είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ του αν πρόκειται για υπερφιλόδοξο... ημιπαράφρονα ή για βιρτουόζο της διεθνούς έντασης με δαιδαλώδες σχέδιο, εμείς συνεχίζουμε να πιπιλάμε μονότονα τα περί «διεθνούς δικαίου» και να εμφανιζόμαστε έτοιμοι να καταλήξουμε στη Χάγη, ελπίζοντας ενδομύχως ότι δεν θα υπογράψει τέτοιο συνυποσχετικό η… Τουρκία!
Η πικρή αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα ούτε τη Χάγη θέλουμε, διότι γνωρίζουμε το προφανές: Σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών, ακόμη και όταν αρθεί στη διαιτησία σε επίπεδο διεθνούς δικαστηρίου, ουδείς λαμβάνει ακριβώς αυτά που ήθελε ή διεκδικούσε. Δεν λειτουργεί το διεθνές σύστημα έτσι κι όποιος το πιστεύει, πλανάται πλάνην οικτρά.
Γι' αυτό και τόσα χρόνια η εγχώρια πολιτική σκηνή έχει συνολικά και συνειδητά επιλέξει τη λύση της ακινησίας. «Πάρε από μένα αυτό το πικρό ποτήρι και δώσε το σε κάποιον επόμενο».
Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται και στην περίπτωση των Βαρωσίων, όταν ο απέναντι παίζει με τους δικούς του κανόνες, η ακινησία είναι επικίνδυνη. Το γεγονός ότι ο ΟΗΕ κατέληξε μετά πολλών βασάνων (και μετά από δεκαετίες ολόκληρες) στο περίφημο «σχέδιο Ανάν», σχέδιο που τελικά απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους, μένει να φανεί κατά πόσο θα στοιχειώσει τις εξελίξεις στην Κύπρο. Τα μηνύματα από τις εξελίξεις πάντως δεν είναι θετικά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μάλλον είμαστε πέρα και από αυτό που λέμε «ήρθε το πλήρωμα του χρόνου» για να βρούμε ρεαλιστικά, με επίγνωση της διεθνούς συγκυρίας, ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές μας», δηλαδή πού πραγματικά τραβάμε το όριο, πέρα από το οποίο, με μια λέξη, ΠΟΛΕΜΑΜΕ!
Διότι, καταφανώς, η έννοια της διαπραγμάτευσης προκειμένου να λυθούν διακρατικές διαφορές ισχύει ως λύση μόνο όταν και ο δύο πλευρές είναι πρόθυμες να συμβιβαστούν, να μπουν σε μια διαδικασία «δούναι και λαβείν». Αν ο ένας από τους δύο δεν είναι πρόθυμος να υποχωρήσει από τις θέσεις/διεκδικήσεις του, τότε στερείται νοήματος.
Οι Τούρκοι το γνωρίζουν καλά αυτό κι έχουν παγιώσει σειρά ολόκληρη από διεκδικήσεις, που τους ανοίγει τον δρόμο να παίξουν με τακτική, βάζοντας θέματα στο τραπέζι «εφ' όλης της ύλης», ώστε να ποντάρουν στα πιο σημαντικά εξ αυτών. Γι' αυτό και δύσκολα θα συζητήσουν μόνο για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Ιδίως όταν η ελληνική πλευρά βλέπει αδιαμαρτύρητα ότι:
α) Οι διεθνείς δυνάμεις (με επίκεντρο την ΕΕ) όχι απλώς διστάζουν στο θέμα των κυρώσεων αλλά «συμψηφίζουν» την τουρκική εμπλοκή σε διάφορα επεισόδια, ανάλογα με το πόσο τους συμφέρει.
β) Ακρογωνιαίος λίθος της Δυτικής πολιτικής (για άλλους λόγους στις ΗΠΑ, για άλλους στην ΕΕ), με βασικό άξονα το ΝΑΤΟ, είναι να μην περάσει ολοκληρωτικά σε θέση αντιπάλου η Τουρκία, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύεται ακατάπαυστα ο Ερντογάν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το «βρείτε τα» των φίλων, συμμάχων και εταίρων, είτε μας αρέσει είτε όχι, σημαίνει ότι τουλάχιστον κατ' εκείνους, έχουμε «να τα βρούμε» με την Τουρκία.
Κι όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι δεν εννοούν απλώς την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα αλλά και πρόσθετα, ενίοτε ακανθώδη, θέματα. Οπως π.χ. ο ελληνικός εναέριος χώρος των 10 μιλίων, έναντι χωρικών υδάτων 6 μιλίων, που έχει καθιερωθεί κακήν κακώς ως «status quo» από πλευράς μας, όντας περίπου παγκόσμια πρωτοτυπία…
Όσο πιο γρήγορα τα συνειδητοποιήσουμε αυτά, ώστε να τραβήξουμε κάποιες «κόκκινες γραμμές» με ρεαλισμό -κατά προτίμηση με ευρεία πολιτική συναίνεση- κι εν πάση περιπτώσει προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη, τόσο καλύτερα θα είναι. Το «άλλα μέσα, άλλα έξω» και οι απόπειρες μυστικής διπλωματίας, που φανερώνονται συστηματικά από τρίτους, εκθέτοντας την ελληνική κυβέρνηση, δείχνει φοβία και ερασιτεχνισμό, που μόνο ζημία θα προκαλέσουν.
ΥΓ: Λογικώς ανεξήγητο πώς στην υπόθεση των Πρεσπών, τόσο η ελληνική όσο και η βορειομακεδονική κυβέρνηση κατηγορήθηκαν περίπου για «προδοσία» από τους «σκληρούς» στο εσωτερικό της χώρας τους (αφού αν ο ένας ήταν προδότης, ο άλλος θα έπρεπε να είναι θριαμβευτής), ενδεικτικό όμως ενός κλίματος που στέκεται εμπόδιο σε κάθε συμβιβασμό.