Ένα από τα κενά πολλών αναλύσεων για τα ελληνοτουρκικά είναι ότι προσπαθούν να προδιαγράψουν μελλοντικές προοπτικές και αποτελέσματα, παραγνωρίζοντας τρεις βασικές παραμέτρους.
Δεν εντάσσουν με τον προσήκοντα τρόπο την Τουρκία στον «άξονα» των αυταρχικών κρατών, που όταν δεν συνεργάζονται, φροντίζουν να μην αφήσουν τα ενίοτε αντικρουόμενα συμφέροντά τους να υπερκαλύψουν τα κοινά σημεία τους, κυρίως έναντι της Δύσης και των συμμάχων της. Ο άτυπος αλλά ουσιαστικός αυτός άξονας περιλαμβάνει προσώρας τουλάχιστον 5 κράτη, τη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία, το Ιράν και τη Β. Κορέα.
Δεν λαμβάνουν υπόψη τη διαρκώς αυξανόμενη σχέση μεταξύ Κίνας και Τουρκίας. Μια σχέση που έσπευσε να καλλιεργήσει τα τελευταία χρόνια ο Ερντογάν. Μιας Κίνας που, αφενός, βρίσκεται σε διαρκώς και πιο οξυμένες σχέσεις με τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα προωθεί τα συμφέροντά της στην περιοχή της Μεσογείου και της Αφρικής (οικονομικά και στρατιωτικά). Κάτι που θα πρέπει, δε, να σημειωθεί είναι ότι η Κίνα αποτελεί παγκοσμίως το πλέον προκλητικό παράδειγμα αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων σε επίπεδο ΑΟΖ και όχι μόνο, στην αποκαλούμενη «Θάλασσα της Νότιας Κίνας», κάνοντας αντίστοιχες τουρκικές ενέργειες να ωχριούν σε σύγκριση!
Εκτίμηση του υπογράφοντος είναι ότι σύντομα η Κίνα, διεκδικώντας τον παγκόσμιο ρόλο της ως δεύτερης υπερδύναμης, θα εμπλακεί πολύ πιο ενεργά στη περιοχή της Μεσογείου, η οποία συνδέεται με τα στρατηγικά της συμφέροντα τόσο στην Ευρώπη και την Ασία όσο και στην Αφρική. Είναι απλώς θέμα χρόνου, που εκείνη θα επιλέξει. Κι αυτό θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Τρίτο και πλέον δυσάρεστο άμεσα είναι το γεγονός ότι οι αντιδράσεις της Δύσης (περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ) στις προκλήσεις εκ μέρους του άξονα των αυταρχικών κρατών είναι μέχρι στιγμής υποτονικές.
Αν κάποιοι εκτιμούν ότι πέρασαν χρόνια από την ελάχιστη αντίδραση της Δύσης στη Ρωσία του Πούτιν, για την προσάρτηση της Κριμαίας, δεν έχουν παρά να δουν την πρόσφατη ειδησεογραφία σε σχέση με την απόπειρα δολοφονίας του Αλεξέι Ναβάλνι με Νόβιτσοκ, που ευθέως αποδίδεται στο ρωσικό κράτος (το τελευταίο το αρνείται), δίνοντας στον Πούτιν (και γενικότερα στους αυταρχικούς ηγέτες) την αίσθηση ότι θα γλιτώνουν τις συνέπειες ό,τι κι αν κάνουν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά άρθρο στους New York Times.
Κι αν στην περίπτωση της Ρωσίας οι ευθύνες της διχογνωμίας στη Δύση αποδίδονται στα γερμανικά συμφέροντα (γεγονός με σημασία και για τα ελληνοτουρκικά), πώς πρέπει να ερμηνευθεί η χλιαρή αντίδραση της Δύσης στη διαχρονική στάση της Κίνας στη Νότια Θάλασσα ή στην πρόσφατη αλλαγή του νομικού καθεστώτος (και των δημοκρατικών ελευθεριών) στο παγκόσμιο εμπορικό κέντρο του Χονγκ Κονγκ;
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κάποιος που ο Ερντογάν έχει αποθρασυνθεί. Βλέπει τι γίνεται με τους ομόσταυλούς του, λογαριάζει τις αντιδράσεις και κινείται. Το γεγονός ότι φέτος το καλοκαίρι «σκόνταψε», κατά μείζονα λόγο, στην πολύ σκληρή αντίδραση της Γαλλίας (ενός από τα δύο κράτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ αλλά και γνωστής παραδοσιακά για την ενίοτε άμεση και σκληρή στρατιωτική/παραστρατιωτική αντίδρασή της) δεν εγγυάται το μέλλον, ιδίως αν υπάρξει προσέγγιση Τουρκίας και Γαλλίας (με γερμανική μεσολάβηση) σε άλλα φλέγοντα θέματα όπως αυτό της Λιβύης, προσεχώς ίσως και του Λιβάνου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει ενός διαλόγου που μπορεί να αποβεί εξαιρετικά κρίσιμος για τα ελληνικά συμφέροντα (ο υπογράφων θεωρεί δεδομένο ότι ο Ερντογάν δεν θα κάτσει άπραγος να παρατηρεί έναν άγονο ατέρμονο διάλογο, όπως πολλοί φαίνονται να ελπίζουν, εντός της επικράτειάς μας), θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους:
- Η Τουρκία θεωρείται πολύτιμη από Ρωσία και Κίνα, μεταξύ άλλων και διότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και με κάποιες ιδιαίτερες σχέσεις με την ΕΕ. Ομοίως, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ θέλουν να διατηρήσουν σχέσεις με την Τουρκία, για να μην περάσει «ολοκληρωτικά» (παρότι στην πράξη αυτό έχει ήδη συμβεί για πολλούς) στο άλλο στρατόπεδο. Έτσι, αντί να πιέζεται σθεναρά η Τουρκία να επιλέξει τις παρέες της, επιδεικνύεται ιδιαίτερη ανοχή απέναντί της από τη Δύση, ενώ η ίδια απολαμβάνει τα προνόμια και της άλλης πλευράς. Παράλογο; Μπορεί. Άβολο για μας; Σίγουρα. Πλην όμως, έτσι είναι η πραγματικότητα μέχρι να καταφέρουμε να την αλλάξουμε!
- Σε συνάρτηση και με τα παραπάνω, στον σημερινό, ολοένα και πιο ταραγμένο κόσμο, η Ελλάδα οφείλει όχι απλώς να διατηρήσει αλλά να αυξήσει τις «έξυπνες» αμυντικές δαπάνες (δηλαδή με σύγχρονο τρόπο, που να αντανακλά τις πραγματικές ανάγκες κι όχι την διατήρηση ενός απολιθωμένου μοντέλου) και τις προετοιμασίες της. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν οι παράμετροι που θίξαμε σε 5-10 χρόνια, αλλά για να έχουμε την άμυνα που χρειαζόμαστε σε ορίζοντα 5-10 ετών, πρέπει να προετοιμαστούμε από τώρα, διότι αυτού του είδους οι προετοιμασίες απαιτούν χρόνο.
- Θα είναι επικίνδυνο λάθος να κατέβει η χώρα μας στον εν λόγω διάλογο χωρίς στρατηγικό σχέδιο, κόκκινες και πράσινες γραμμές, ελπίζοντας ή και επιδιώκοντας απλώς έναν ατέρμονο διάλογο κωφών χωρίς αποτέλεσμα (έχει σημασία ότι πρόκειται για τον… 61ο γύρο). Η ζημία θα είναι διπλή. Πρώτον, δεν πρόκειται να υπάρξει εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στην επίμαχη ΑΟΖ μας, αν δεν προχωρήσουμε σε ανακήρυξή της σε συμφωνία και με την Τουρκία, όπως προβλέπει και το διεθνές δίκαιο. Όσο περνά ο χρόνος, όμως, η αξία αυτών των κοιτασμάτων μειώνεται λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης πράσινων πηγών ενέργειας.
Δεύτερον, είναι προφανές ότι η Τουρκία μπαίνει στον διάλογο ελπίζοντας είτε ότι θα πάρει πράγματα είτε ότι θα εμφανίσει την Ελλάδα «αδιάλλακτη» και «μαξιμαλιστική», προκειμένου να δικαιολογήσει μονομερείς ενέργειες. Γι' αυτό άλλωστε και άνοιξε, ήδη με το καλημέρα, θέμα μερικής αποστρατικοποίησης των νήσων, παρότι προφανέστατα γνωρίζει ότι ο σκοπός τους είναι αμυντικός κι ότι δεν προορίζονται για… απόβαση στα τουρκικά παράλια. Εντούτοις και σε αυτή την περίπτωση, η πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη. Η περίοδος της ακινησίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει λάβει τέλος για την Τουρκία. Αυτό ήταν το βασικό μήνυμα που μας έστειλε τον τελευταίο χρόνο ο Ερντογάν κι αν δεν το λάβουμε εξαρχής υπόψη μας και πάμε σε επαφές, διαλόγους κ.λπ. με φρούδες ελπίδες, το πιθανότερο είναι ότι εμείς θα βγούμε ζημιωμένοι.
Είτε βραχυπρόθεσμα, είτε μεσοπρόθεσμα.