Ράλι κάνουν οι ευρωπαϊκές αγορές την Πέμπτη, με το κλίμα να παίρνει στήριξη από τον πιο χαμηλό από το αναμενόμενο πληθωρισμό στη Γερμανία. Η Φρανκφούρτη ενισχύεται 1,2%, το Λονδίνο 0,6%, το Παρίσι 1,2%, η Μαδρίτη 0,4% και το Μιλάνο 1,4%. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 κερδίζει 1%, φτάνοντας στο πιο υψηλό σημείο ενός έτους.
Οπως μεταδίδει το Reuters, ο πληθωρισμός, εναρμονισμένος για να μπορεί να συγκριθεί με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαμορφώθηκε στο 9,2% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας που δημοσιεύθηκαν σήμερα Πέμπτη. Εναν μήνα πριν ήταν στο 9,6%.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ δήλωσε ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί, αλλά τα επιτόκια θα μπορούσαν να αυξηθούν. Ορισμένοι ομιλητές της Federal Reserve επανέλαβαν ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τον κύκλο αυξήσεων, συμπεριλαμβανομένου του διοικητή της Fed Κρίστοφερ Γουόλερ, ο οποίος δήλωσε την Τετάρτη ότι «έχουμε να πάμε ακόμα πιο μακριά» για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Σε άλλο σημείο την Τετάρτη, ο πρόεδρος της Fed της Νέας Υόρκης Τζον Γουίλιαμς δήλωσε ότι εάν οι οικονομικές συνθήκες συνεχίσουν να χαλαρώνουν, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα μπορούσε να αναγκαστεί να ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα από το αναμενόμενο.
Στην εταιρική ειδησεογραφία, με απώλειες 8% έκλεισαν οι μετοχές της μητρικής της Google, Alphabet, την Τετάρτη, εξαϋλώνοντας δισεκατομμύρια δολάρια από την κεφαλαιοποίησή της. Η Wall Street αφομοιώνει το πιθανό χτύπημα στην κυριαρχία της εταιρείας στη μηχανή αναζήτησης και τη νέα μάχη τεχνητής νοημοσύνης με τη Microsoft.
Οπως μεταδίδουν οι Financial Times, το χτύπημα στην τιμή της μετοχής της ήρθε ως αποτέλεσμα ενός σφάλματος σε επίδειξη τεχνητής νοημοσύνης της Google, υπογραμμίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εταιρεία για να φέρει ένα νέο στυλ αναζήτησης το οποίο να βασίζεται σε chat.
Το ρεκόρ των $120 δισ. σήκωσαν οι πελάτες της Credit Suisse, την ώρα που η ελβετική τράπεζα κατέγραψε ζημία για πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο τους τελευταίους τρεις μήνες του 2022. Εφτασε στο 1,5 δισ. δολάρια και οφείλεται στις απώλειες τόσο στο τμήμα διαχείρισης περιουσίας όσο και στην επενδυτική τράπεζα.