Μετά από μια δεκαετία επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, η οποία εκφράστηκε κατά βάση μέσω της μη-συμβατικής νομισματικής πολιτικής, γνωστή ευρέως με τον όρο «ποσοτική χαλάρωση», η στάση της ΕΚΤ (αλλά και της FED από την πλευρά των ΗΠΑ) έχει αλλάξει άρδην το τελευταίο έτος ως απόρροια του έντονου πληθωρισμού που βιώνει η Ευρωπαϊκή οικονομία.
Είναι γνωστό ότι το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης του πληθωρισμού είναι η αύξηση των επιτοκίων και ο επηρεασμός των προσδοκιών για την μελλοντική κατάσταση της οικονομίας. Μέσω αυτής της αύξησης ο πληθωρισμός σταδιακά επιστρέφει στα όρια τα οποία η ΕΚΤ έχει θέσει ως στόχο (περίπου 2%) και η οικονομία μειώνει την υψηλή «θερμοκρασία» με την οποία λειτουργεί.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι κεντρικές τράπεζες με τον συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης οδηγούν σε ύφεση την οικονομία, καθώς επηρεάζουν αρνητικά τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, ενώ μειώνουν δραστικά το κίνητρο για κατανάλωση.
Όποτε μέρα με τη μέρα βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά σε μια ύφεση όπου όλα τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνουν ότι θα είναι στη χειρότερη των περιπτώσεων μεσαίου μεγέθους. Παρόλα αυτά, η πρόβλεψη του μεγέθους της ύφεσης οδηγεί σε σφάλματα περισσότερες φόρες από ότι σε σωστά αποτελέσματα. Παράλληλα το γεγονός πως ο πληθωρισμός έχει επηρεαστεί ασύμμετρα μεταξύ των χωρών του ευρώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καλό σημάδι για τη μακροπρόθεσμη εικόνα που θα παρουσιάσει η ευρωπαϊκή οικονομία.
Προχωρώντας στις επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο, τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό βραχυπρόθεσμα θα αποκλιμακώσει γρηγορότερα το επίπεδο των τιμών, σε αυτές τις χώρες, αλλά μακροπρόθεσμα αν παραμένει η στάση της ΕΚΤ υπέρ μιας παρατεταμένης συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, μπορεί να οδηγήσει σε εντονότερη ύφεση σε αυτές, αλλά και σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα (Ισπανία).
Σε αντίθεση με την κρίση του Covid-19 που ολόκληρη η ένωση, λίγο ως πολύ, ήταν υπέρ της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής που ακολουθήθηκε, την σήμερον ημέρα διαφαίνεται εντονότερα μια πιθανή απόκλιση από την κοινή γραμμή σε σχέση με τη νομισματική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ αυτή τη στιγμή.
Είναι νωρίς ακόμα για να πούμε με σιγουριά που θα μας οδηγήσει η εικόνα που παρατηρούμε, αλλά δεν θα είναι καθόλου περίεργο εξαιτίας της ετερογένειας που εμφανίζει η αντίδραση στην αλλαγή νομισματικής πολιτικής από χώρα σε χώρα, να ζήσουμε εκ νέου αντιπαραθέσεις οι οποίες θα θυμίζουν αυτές που βιώσαμε κατά την οικονομική κρίση του 2007-2009 (και το σχίσμα μεταξύ περιφέρειας-κέντρου), με χώρες που τότε ζητούσαν νομισματική επέκταση να βρεθούν απέναντι σε χώρες που υποστήριζαν σθεναρά τη συσταλτική νομισματική πολιτική.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι στα προπτυχιακά μαθήματα χρηματοοικονομικών του προγράμματος «Διοίκηση Επιχειρήσεων» που προσφέρεται στο Neapolis University Pafos, οι έννοιες που παρουσιάζονται στο άρθρο αναλύονται εκτενέστερα.
* O Πάτροκλος Πατσούλης είναι Λέκτορας στην Οικονομική και Επιχειρησιακή Στρατηγική