Σε συνέδριο που διοργάνωσε η Goldman Sachs (12o Annual CEEMEA Financials Symposium), οι διοικήσεις της Εθνικής Tράπεζας και της Eurobank συνάντησαν επενδυτές και μοιράστηκαν τις σκέψεις τους για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
Τα βασικά συμπεράσματα για Εθνική Τράπεζα και Eurobank είναι ότι ο κλάδος θα πετύχει ή και ξεπεράσει τις προβλέψεις από τα guidances των επόμενων ετών (2024-2026) σε βασικούς δείκτες και μεγέθη όπως τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια κερδοφορίας (NIMs), οι δείκτες αποδοτικότητας (RοTE), η αύξηση των χορηγήσεων, οι δείκτες βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET1) αλλά και το κόστος κινδύνου (CoR).
Oι επιχειρηματικές χορηγήσεις θα παραμείνουν ο βασικός μοχλός ανάπτυξης των χορηγήσεων κατά την περίοδο 2024-2026, αλλά οι προσθήκες από τα εκ νέου εξυπηρετούμενα δάνεια (re-performing) αναμένεται να αποτελέσουν μεγαλύτερο θέμα από το 2027.
Όσον αφορά τις διανομές των μερισμάτων, η Εθνική Τράπεζα εξήγησε ότι βρίσκεται σε άνετη θέση για διανομές σε ποσοστά της τάξεως του 30%/40%/50% για τα έτη 2024/2025/2026, υποθέτοντας ότι δεν υπάρχουν άλλες προτεραιότητες διανομής κεφαλαίων. Η διοίκηση της Εθνικής Tράπεζας δεν αποκλείει να προβεί σε αύξηση των ποσοστών διανομής μερισμάτων μετά το 2026. Η σύσταση για την Εθνική Τράπεζα είναι αγορά (buy) και με τιμή-στόχο τα 11 ευρώ ανά μετοχή.
Η διοίκηση της Eurobank επιβεβαίωσε ότι η καθοδήγησή της για την κατανομή κεφαλαίου υποθέτει σταδιακή αύξηση του δείκτη διανομής σε 30%, 40%, 50% το 2024, 2025, 2026, ενώ η Eurobank εξετάζει επίσης δύο ευκαιρίες ανόργανης ανάπτυξης που αφορούν μια εξαγορά και χρηματοδότηση εμπόρων μέσω POS στη Δυτική Ευρώπη (με συνεργάτη) και μιας επιχείρησης διαχείρισης περιουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Eurobank επανέλαβε ότι η εταιρεία θα περιγράψει τις λεπτομερείς προοπτικές για τις συνέργειες από την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου, με τα αποτελέσματα του τρέχοντος έτους που θα ανακοινωθούν το 2025. Η σύσταση για τη Eurobank είναι αγορά (buy), με στόχο τιμής τα 2,7 ευρώ ανά μετοχή.
Οι βασικοί κίνδυνοι των δύο ελληνικών τραπεζών: (1) ασθενέστερο του αναμενόμενου μακροοικονομικό περιβάλλον, (2) δυσμενείς ρυθμιστικές αλλαγές, (3) χαμηλότερες ανταγωνιστικές πιέσεις που επηρεάζουν την τιμολόγηση και τους όγκους, (4) χαμηλότερη του αναμενόμενου αύξηση του χαρτοφυλακίου εξυπηρετούμενων δανείων, (5) σημαντική μείωση της αντίληψης κινδύνου που επηρεάζει το κόστος ιδίων κεφαλαίων και την αποτίμησή τους και (6) αρνητικές κεφαλαιακές εκπλήξεις, καταλήγει η επενδυτική τράπεζα.