Η JP Morgan διοργάνωσε συζητήσεις με Αμερικανούς επενδυτές και διαχειριστές στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη, με θέμα τις ελληνικές και τουρκικές τράπεζες, αλλά και αυτές της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, με τη συζήτηση να επικεντρώνεται στις ελληνικές τράπεζες, με τα μηνύματα να είναι θετικά.
«Στις συζητήσεις μας με τους επενδυτές, οι ελληνικές τράπεζες αποτέλεσαν ξεκάθαρα το επίκεντρο. Η πλειονότητα αυτών που συναντήσαμε έχουν ήδη επενδύσει στις μετοχές τους και όσοι δεν έχουν αγοράσει μετοχές φάνηκαν πρόθυμοι να αποκτήσουν έκθεση. Το κλίμα ήταν γενικά θετικό. Δεχθήκαμε αρκετές ερωτήσεις σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), την ευαισθησία στα χαμηλότερα επιτόκια, στοιχείο που αποτελεί ένδειξη ότι η εστίαση μετατοπίζεται στους κινδύνους της πρώτης γραμμής μετά από τις πολύ ισχυρές επιδόσεις φέτος», επισημαίνει η JP Morgan.
Tα θέματα συζήτησης ήταν: i) ευαισθησία σε χαμηλότερα επιτόκια, ii) οι προοπτικές των τραπεζών με χαμηλότερα επιτόκια και iii) οι προβλέψεις για τα καθαρά έσοδα από τόκους και τον όγκο των δανείων.
Οι αναλυτές της JP Morgan προβλέπουν σταθερότητα στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) του τομέα μελλοντικά, μειώνοντας τον όγκο των δανείων κατά το 2025. Αναφέρουν ότι η προβλεπόμενη εξέλιξη του NII και της απόδοσης του τομέα είναι κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών του Bloomberg, αλλά προβλέπουν ότι η επίδραση του κόστους κινδύνου μπορεί να την αυξήσει.
«Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο πόσο ευάλωτες είναι οι ελληνικές τράπεζες σε χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων. Η ανησυχία αφορά την επίδραση που μπορεί να έχει η μείωση των επιτοκίων στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και στην ανώτατη γραμμή των τραπεζών. Οι επενδυτές εκφράζουν ανησυχίες για την πορεία των τραπεζών, ειδικά όταν ο κύκλος των επιτοκίων αλλάζει. Υποστηρίζουν πως παρόμοιοι παράγοντες με αυτούς που οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) μπορεί να οδηγήσουν και πάλι σε πίεση, κυρίως όταν ο κύκλος των επιτοκίων αλλάξει. Το κυρίαρχο ερώτημα ήταν κατά πόσο ανησυχούμε για την ευαισθησία της ανώτατης γραμμής σε χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων. Ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν για τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών και την πορεία από εδώ και πέρα, υποστηρίζοντας ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη αύξησή τους (+51% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στο εννεάμηνο φέτος) μπορεί προκαλέσουν πίεση και πάλι, όταν ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων αντιστραφεί», επισημαίνει η τράπεζα.
Οι αναλυτές της JP Morgan προβλέπουν σταθερότητα στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) του τομέα μελλοντικά, μειώνοντας τον όγκο των δανείων κατά το 2025. Αναφέρουν ότι η προβλεπόμενη εξέλιξη του NII και της απόδοσης (RοTE) του τομέα είναι κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών του Bloomberg, αλλά προβλέπουν ότι η επίδραση του κόστους κινδύνου μπορεί να το αυξήσει.
Οι ίδιοι συμφωνούν σε γενικές γραμμές, με αυτή την αφήγηση, λαμβάνοντας υπόψη τις δομές των δανείων του κυμαινόμενου επιτοκίου και τις σχετικά περιορισμένες διαρθρωτικές αντισταθμίσεις στην Ελλάδα. Από την άλλη, όμως, προβλέπουν ότι η επιτάχυνση της αύξησης του όγκου και οι σχετικά χαμηλές πιέσεις στο κόστος καταθέσεων θα υποστηρίξουν τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Όσον αφορά τον όγκο των δανείων, μετά από ένα αδύναμο εννεάμηνο για φέτος, θεωρούν ότι είναι δυνατή μια ορατή βελτίωση μέχρι το 2024, καθώς οι αποπληρωμές από τις επιχειρήσεις ολοκληρώνονται και πλέον τα νέα δάνεια και οι νέες εκταμιεύσεις τείνουν στο 14% περίπου του ΑΕΠ ετησίως από 7% περίπου το 2018.
«Τα καθαρά έσοδα από τόκους θα είναι αμετάβλητα το επόμενο έτος και μειωμένα κατά 5% το 2025, με το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 2,5% στο 2025. Οι εκτιμήσεις μας είναι υψηλότερα από το consensus του Bloomberg κατά 8%/6% κατά μέσο όρο για τα έτη 2024-2025. Ο δείκτης αποδοτικότητας κεφαλαίων εκτιμάται σε 11,5% το 2025, ενώ για τα έτη 2023-2025, ο μέσος όρος είναι 13% με σχετικά συντηρητικές παραδοχές.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει και θετική προδιάθεση στα αποτελέσματα από την αναμενόμενη εξομάλυνση του κόστους κινδύνου σε χαμηλότερα επίπεδα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της διοίκησης, σε σχέση με τις τρέχουσες εκτιμήσεις μας για 0,8%-1,0%», καταλήγει ο επενδυτικός οίκος.