Η ελβετική UBS αναλύει την εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στο συνολικό ενεργειακό μείγμα των χωρών Ελλάδας, Τσεχίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας και Ρουμανίας για να εκτιμήσει τις ευπάθειες που σχετίζονται με μια πιθανή διακοπή των ρωσικών ροών φυσικού αερίου.
Η Ελλάδα εισάγει όλο το φυσικό αέριο που καταναλώνει και η UBS υπολογίζει το μερίδιο του εισαγόμενου αερίου στο συνολικό ενεργειακό μείγμα στο 22%, ενώ η χώρα καλύπτει περίπου το 8% των ενεργειακών αναγκών της με το ρωσικό φυσικό αέριο, περίπου όπως η Ρουμανία και η Πολωνία, κάτι που σημαίνει ότι οι χώρες αυτές μπορούν ευκολότερα να το υποκαταστήσουν από άλλες πηγές.
Οι παραπάνω χώρες εμφανίζουν ένα πολύ διαφορετικό μείγμα διαθέσιμης ενέργειας. Με βάση τα στοιχεία για το 2020, η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Πολωνία καλύπτουν μόνο το 7% - 9% των αναγκών τους από το ρωσικό φυσικό αέριο και έτσι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα υποκατάστασης του. Αντίθετα, η Ουγγαρία ξεχωρίζει με τη μεγαλύτερη εξάρτηση σε εισαγόμενο αέριο από τη Ρωσία που αντιπροσωπεύει το 27% της εγχώριας ενέργειας. Η δεύτερη πιο εκτεθειμένη είναι η οικονομία της Τσεχίας, όπου το 18% των ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Στην πραγματικότητα, η Πολωνία δεν λαμβάνει πλέον απευθείας ρωσικό αέριο από τα τέλη Απριλίου. Στην Ελλάδα και την Πολωνία, υπάρχουν πλωτοί τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου, στη Świnoujście και τη Ρεβυθούσα, οι οποίες ήδη λαμβάνουν υγοποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ και το Κατάρ.
Η UBS επισημαίνει τη σχετικά υψηλή εξάρτηση από τα στερεά ορυκτά στο συνολικό ενεργειακό μείγμα στην Πολωνία και τη Τσεχία (30-40%), δεδομένου του ρόλου του άνθρακα. Η Τσεχία και η Ουγγαρία έχουν το υψηλότερο μερίδιο πυρηνικής ενέργειας (16%-19%), ενώ η Ελλάδα καλύπτει πάνω από το 50% των ενεργειακών της αναγκών από προϊόντα πετρελαίου. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας διαδραματίζουν το μεγαλύτερο ρόλο στη Ρουμανία (19%).
Παράγοντες μετριασμού: συμπλήρωση αποθηκών και διαφοροποίηση
Η πλήρωση των αποθηκών είναι ένα από τα βασικά μέτρα για την προσπάθεια ελαχιστοποίησης του πλήγματος σε αυτές τις οικονομίες σε περίπτωση διακοπής της προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου. Η Ουγγαρία και η Τσεχία έχουν υψηλότερες αποθηκευτικές ικανότητες με 6,5-8 μήνες ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου, ενώ οι υπόλοιπες χώρες διαθέτουν ικανότητες για 2-3 μήνες.
Η Πολωνία είναι η πιο προχωρημένη όσον αφορά την πλήρωση της αποθηκευτικής της ικανότητας φυσικού αερίου, με ουσιαστικά το σύνολο των αποθηκών φυσικού αερίου να είναι γεμάτες αν και αυτό καλύπτει μόνο την κατανάλωση περίπου δύο μηνών. Η Τσεχία είναι επίσης πολύ προχωρημένη, καθώς έχει γεμίσει το 80% της αποθηκευτικής της ικανότητας. Οι χώρες αυτές έχουν ήδη επιτύχει το στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχει γεμίσει το 80% της αποθηκευτικής ικανότητας έως την 1η Νοεμβρίου. Στη Ρουμανία και την Ουγγαρία, τα επίπεδα αποθήκευσης είναι σημαντικά χαμηλότερα, στο 60% και 55%, αντίστοιχα. Τα τρέχοντα επίπεδα αποθήκευσης θα μπορούσαν να καλύψουν την ποσότητα των 4,5-5,5 μηνών κατανάλωσης στην Τσεχία και την Ουγγαρία.
Σε ό,τι αφορά την έκθεση των επιμέρους τομέων, τα νοικοκυριά έχουν τον μικρότερο ρόλο στην κατανάλωση φυσικού αερίου (σε σχέση με τη συνολική χρήση) στην Ελλάδα (30%) και τον μεγαλύτερο στην Ουγγαρία (σχεδόν 50%). Ο εμπορικός τομέας και οι δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν επίσης σημαντικό καταναλωτή αερίου: Το 20% του συνολικού αερίου που καταναλώνεται στην Τσεχία καταλήγει σε αυτούς τους τομείς, ενώ η μικρότερη έκθεση εντοπίζεται στην Ελλάδα και την Πολωνία, γύρω στο 10%.
Η UBS σημειώνει ότι η βιομηχανία ευθύνεται για το 23,5% της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται στις 4 χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και για το 16,5% στην Ελλάδα. Ανάμεσα στις βιομηχανίες, τα χημικά και πετροχημικά χρησιμοποιούν το περισσότερο φυσικό αέριο σε ποσοστό επί της συνολικής κατανάλωσης που εκτείνεται από το 7% στην Τσεχία έως το 28% στην Ελλάδα.