Η Credit Suisse εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν προεξοφλήσει στις τρέχουσες τιμές τους το σενάριο σοβαρής ύφεσης, καθώς οι τιμές των μετοχών τους είναι διαπραγματεύσιμες σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (πολλαπλασιαστής 0,7 φορές την ενσώματη λογιστική αξία - Ρ/TBV), που έχουν προεξοφλήσει ισχυρή μείωση των κερδών.
Οι τράπεζες με χαμηλό P/TBV θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη βελτίωση του κλίματος. «Θα αναμέναμε πως οι τράπεζες με χαμηλότερο δείκτη P/TBV και μεγαλύτερη ευαισθησία στο πιστωτικό κόστος θα επωφεληθούν περισσότερο από μια πιο αισιόδοξη προοπτική γύρω από την ποιότητα του ενεργητικού.
Το consensus των αναλυτών εκτιμά ότι το κόστος των προβλέψεων φέτος είναι υψηλότερο για τις τράπεζες με έκθεση στη Ρωσία, όπως οι ιταλικές τράπεζες Unicredit Group και Intesa Sanpaolo, αλλά και για τη γαλλική τράπεζα Société Générale. Την ίδια στιγμή, είναι χαμηλότερο για τις τράπεζες με τις υψηλότερες καλύψεις, όπως η βρετανική Barclays και η δανέζικη Danske Bank.
Οι εκτιμήσεις των αναλυτών είναι σε πιο στενό εύρος για τις ισπανικές και τις τράπεζες με έκθεση στην Ασία, γεγονός που ενδεχομένως υποδηλώνει μεγαλύτερη μεταβλητότητα των τιμών των μετοχών, σε περίπτωση που οι εκτιμήσεις δεν επιτευχθούν και έχουν μεγαλύτερο εύρος για τις βρετανικές τράπεζες, στοιχείο που ενδεχομένως υποδηλώνει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στα μεγέθη τους», εξηγεί η ελβετική τράπεζα.
Οι λόγοι ανησυχίας και το μαξιλάρι των κερδών ανά μετοχή
«Οι επενδυτές ανησυχούν για τις προοπτικές της ποιότητας του ενεργητικού και σε μικρότερο βαθμό για την αύξηση των αμοιβών και τα RWAs, παρά το γεγονός ότι οι αναθεωρήσεις των κερδών είναι θετικές, με καταλύτη τις υψηλότερες προσδοκίες για τα επιτόκια», εκτιμά η Credit Suisse.
«Μια πτώση των κερδών κατά 40% θα σήμαινε πτώση του ΑΕΠ κατά 9%-10%, αύξηση της ανεργίας κατά 12% και πτώση των τιμών των κατοικιών κατά 40% σωρευτικά για τρία χρόνια και αυτά είναι πολύ σοβαρά σενάρια, καθώς μια τυπική ύφεση θα ήταν λιγότερο από το μισό αυτής της πτώσης», σύμφωνα με τους υπολογισμούς της CS.
Οι εκτιμήσεις για τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες παραμένουν ευνοϊκές, συνεπώς το consensus των αναλυτών των τραπεζών (και οι περισσότερες κατευθυντήριες γραμμές των ίδιων των τραπεζών) είναι για ένα σχετικά ομαλοποιημένο κόστος προβλέψεων από τα δάνεια (περίπου 35 μ.β.) το 2022 και το 2023, που ποικίλλει φυσικά ανάλογα με το μείγμα των δραστηριοτήτων.
Το πρώτο τρίμηνο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες, κατά μέσο όρο, δεν κατέγραψαν αύξηση των δανείων σταδίου 2 (εξυπηρετούμενα αλλά αυξημένου κινδύνου). Η επαναφορά του σταδίου και της κάλυψης στα επίπεδα της περιόδου της Covid-19 θα οδηγούσε σε μέση μείωση των κερδών κατά 40%, με επικεφαλής τις corporate τράπεζες (για τις οποίες αυτό έχει ήδη τιμολογηθεί στις τιμές τους).
«Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο τομέας φαίνεται να τιμολογεί υπερβολικά πτωτικές προοπτικές, υπό την προϋπόθεση ότι τα μοντέλα ενσωμάτωσης των αλλαγών που αφορούν τα ΔΠΧΑ 9 είναι σωστά. Επιφυλασσόμαστε ότι τα μοντέλα μπορεί να μην είναι πολύ συγκρίσιμα, καθώς οι παραδοχές των διοικήσεων για τις προοπτικές ποικίλλουν. Τα μοντέλα δεν αντικατοπτρίζουν επίσης καλά τον στασιμοπληθωρισμό, καθώς τα πτωτικά σενάρια τείνουν να υποθέτουν χαμηλότερα επιτόκια (αλλά αυτό θα αποδυνάμωνε επίσης τα καθαρά έσοδα από τόκους», εξηγεί η ελβετική τράπεζα.