Η Ακρόπολη στέκει πάνω από την πόλη τη Αθήνας για αιώνες, με τα αρχαία τείχη και τις κολώνες της να αντέχουν πολέμους, πολιορκίες και κατακτήσεις. Αλλά καθώς οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 40 βαθμούς Κελσίου σε όλη τη νότια Ευρώπη αυτόν τον μήνα, η κορυφαία τουριστική ατραξιόν της Ελλάδας έπεσε για λίγο θύμα του καύσωνα.
Οι αξιωματούχοι έκλεισαν τον χώρο για αρκετές ώρες κατά τη διάρκεια των πιο θερμών ωρών της ημέρας, αφού τουρίστες που έκαναν ουρές για να εισέλθουν στον χώρο χρειάστηκαν ιατρική φροντίδα.
Το κύμα καύσωνα «Κέρβερος» -που πήρε το όνομά του από τον τρικέφαλο σκύλο που φύλαγε τις πύλες της κολάσεως στην ελληνική μυθολογία- έχει στρέψει την προσοχή στο πόσο ευάλωτη είναι η τεράστια τουριστική βιομηχανία της Μεσογείου στα κύματα καύσωνα που γίνονται όλο και πιο συνηθισμένα στην Ευρώπη.
Αλλά η οικονομική επίπτωση αυτού που οι ειδήμονες προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να είναι μια νέα εποχή ζέστης-ρεκόρ πάει πέραν του τουρισμού. Κλάδοι από τις κατασκευές μέχρι τη μεταποίηση, τη γεωργία, τις μεταφορές και την ασφάλιση, προετοιμάζονται για αλλαγές στον τρόπο που διεξάγουν τις δραστηριότητές τους καθώς οι ημέρες των υψηλών θερμοκρασιών γίνονται πιο συνηθισμένες λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Οι επιστήμονες είναι ξεκάθαροι ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων των καυσώνων, θα γίνονται πιο συχνά και πιο έντονα με κάθε κλάσμα του βαθμού αύξησης της θερμοκρασίας. Τον Ιούλιο, με τις μέσες θερμοκρασίες να είναι ήδη τουλάχιστον 1,1 βαθμούς Κελσίου θερμότερες σε παγκόσμιο επίπεδο από τα προβιομηχανικά επίπεδα, περιοχές των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ασίας έλιωναν κάτω από «θερμικούς θόλους». Από την Κίνα έως την Ιταλία σημειώθηκαν ρεκόρ θερμοκρασίας.
Οι ηγέτες των επιχειρήσεων και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μετρούν τώρα το κόστος των κλειστών εταιρειών και της μειωμένης παραγωγικότητας. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από ακαδημαϊκούς του Dartmouth πέρυσι διαπίστωσε ότι οι καύσωνες, που προκλήθηκαν από την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, κόστισαν στην παγκόσμια οικονομία περίπου 16 τρισ. δολάρια σε μια περίοδο 21 ετών από τη δεκαετία του 1990.
Η ακραία ζέστη «συμπαρασύρει την ανάπτυξή μας», λέει η Kathy Baughman McLeod, διευθύντρια του Κέντρου Ανθεκτικότητας του Ιδρύματος Adrienne Arsht-Rockefeller στο Atlantic Council, και «συμπαρασύρει τις οικονομίες μας... οι διάδρομοι προσγείωσης στραβώνουν, τα μετρό κλείνουν, τα εστιατόρια πρέπει να κλείσουν επειδή το προσωπικό της κουζίνας ζεσταίνεται πολύ».
Αλλά το κόστος αυτό είναι πιθανό να αυξηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς οι οικονομίες αναπροσανατολίζονται για περιόδους κορύφωσης ακόμα πιο ακραίας ζέστης, για να μετριάσουν τους κινδύνους και τις διαταραχές που θα επιφέρουν.
«Η ακραία ζέστη είναι μία από τις πολύ σοβαρές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής», λέει ο Dan Jørgensen, υπουργός για το κλίμα της Δανίας. «Τα πολύ τραγικά νέα είναι ότι πιθανότατα θα επιδεινωθεί».
Πολλή ζέστη για δουλειά
Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η ακραία ζέστη αποτελεί οικονομική απειλή είναι ότι δυσχεραίνει την εργασία. Οι υψηλές θερμοκρασίες συμβαδίζουν με χαμηλή παραγωγικότητα.
Σε συνθήκες ζέστης, οι άνθρωποι συνήθως «εργάζονται πιο αργά, αναλαμβάνουμε περισσότερο ρίσκο, η γνωστική μας λειτουργία μειώνεται», λέει η Laura Kent του Institution of Mechanical Engineers, μιας επαγγελματικής ένωσης που συνέταξε πρόσφατα μια έκθεση σχετικά με το πώς η βιομηχανία θα πρέπει να προσαρμοστεί στην ακραία ζέστη.
Μελέτη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), του οργανισμού του ΟΗΕ για τους εργαζόμενους, προέβλεψε ότι μέχρι το 2030, το ισοδύναμο άνω του 2% των συνολικών ωρών εργασίας παγκοσμίως θα χάνεται κάθε χρόνο, είτε επειδή κάνει πολλή ζέστη για να εργαστεί κανείς είτε επειδή οι εργαζόμενοι πρέπει να εργάζονται με πιο αργούς ρυθμούς.
Περίπου 200 εκατομμύρια άνθρωποι στις πόλεις σήμερα κινδυνεύουν από ακραία ζέστη, αριθμός που αναμένεται να οκταπλασιαστεί μέχρι το 2050, σύμφωνα με τον Sachin Boite, διευθυντή κλιματικής ανθεκτικότητας του δικτύου δημάρχων C40 που πιέζει για περιβαλλοντική δράση.
Ωστόσο, λίγες χώρες έχουν μια μέγιστη θερμοκρασία για το πότε πρέπει να σταματήσει η εργασία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, όπου η ακραία ζέστη δεν αποτελούσε ιστορικά πρόβλημα, υπάρχει μόνο ένα συνιστώμενο όριο για τη διακοπή της εργασίας σε χαμηλές, όχι σε υψηλές θερμοκρασίες.
Οι φτωχότεροι και οι λιγότερο ικανοί να αντεπεξέλθουν πλήττονται συχνά περισσότερο από την ακραία ζέστη -με τις απώλειες παραγωγικότητας να συγκεντρώνονται συχνά σε θέσεις εργασίας όπου οι μισθοί τείνουν να είναι χαμηλότεροι από τον μέσο όρο.
Σύμφωνα με τον ILO, οι εργαζόμενοι σε εξωτερικούς χώρους -ιδίως στη γεωργία ή στις κατασκευές- κινδυνεύουν ιδιαίτερα από θάνατο, τραυματισμούς, ασθένειες και μειωμένη παραγωγικότητα λόγω της έκθεσης στη ζέστη. Σύμφωνα με ακαδημαϊκή έρευνα, μεταξύ του 1992 και του 2016, 285 εργαζόμενοι σε οικοδομές στις ΗΠΑ πέθαναν από αιτίες που σχετίζονται με τη ζέστη, περίπου το ένα τρίτο όλων των θανάτων της χώρας που συνδέονται με την εργασία, από έκθεση στη ζέστη.
Όμως, όσοι εργάζονται σε εσωτερικούς χώρους διατρέχουν αυξανόμενο κίνδυνο καθώς οι έντονοι καύσωνες γίνονται όλο και πιο συχνοί, συμπεριλαμβανομένων των 66 εκατομμυρίων εργαζομένων στην κλωστοϋφαντουργία, οι οποίοι συχνά εργάζονται σε εργοστάσια και εργαστήρια χωρίς κλιματισμό. Πολλοί βρίσκονται στον παγκόσμιο νότο, όπου οι μέγιστες θερμοκρασίες είναι ακόμη πιο ακραίες και επικίνδυνες.
Αφού η Βρετανική Κολομβία στον Καναδά υπέστη έναν καταστροφικό καύσωνα το 2021, οι τραυματισμοί στους χώρους εργασίας που σχετίζονται με τη ζέστη και απαιτούν αποζημίωση αυξήθηκαν κατά 180% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μέσο όρο της τριετίας, σύμφωνα με έρευνα. Περισσότερο από το ένα τρίτο αυτών προέρχονταν από εργαζόμενους σε εσωτερικούς χώρους, σε σύγκριση με το 20% κατά μέσο όρο.
Ο αντίκτυπος της ακραίας ζέστης στους εργαζόμενους έχει γίνει «ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων», λέει ο οικονομολόγος περιβάλλοντος Shouro Dasgupta με έδρα την Ιταλία, και ένα ζήτημα που απαιτεί ισχυρότερες πολιτικές προστασίας της εργασίας.
«Το δικαίωμα σε ένα ασφαλές και υγιές εργασιακό περιβάλλον είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που διαβρώνεται», προσθέτει. «Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρέμβουν».
Ποιοι κλάδοι κινδυνεύουν
Πέραν των επιπτώσεων της ακραίας ζέστης στους εργαζομένους τους, οι βιομηχανίες αναγκάζονται να επανεξετάσουν πιο υπαρξιακά ζητήματα, όπως ο τόπος εγκατάστασης των επιχειρήσεών τους και ο τρόπος λειτουργίας τους.
«Ο κατασκευαστικός κλάδος είναι ένας τομέας που μπορεί να χρειαστεί ριζική επανεφεύρεση», λέει η Daisie Rees-Evans, η οποία εργάζεται σε θέματα πολιτικής στον επαγγελματικό φορέα Chartered Institute of Building.
«Οι ακραίες καιρικές συνθήκες δεν επηρεάζουν μόνο τις κατασκευαστικές εργασίες στα εργοτάξια, αλλά επηρεάζουν στην πραγματικότητα και τα υλικά», λέει.
Ο χάλυβας μπορεί να στραβώσει σε θερμές συνθήκες, ενώ το σκυρόδεμα γίνεται δυσκολοδούλευτο και στεγνώνει πολύ πιο γρήγορα -αφήνοντάς το πιο επιρρεπές σε ρωγμές και επηρεάζοντας την αντοχή και την ανθεκτικότητά του. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος το σκυρόδεμα να χαλάσει πριν να μπορεί να χυθεί.
Όλα αυτά προσθέτουν κόστος για τον κλάδο, λέει η Rees-Evans. Οι εταιρείες που έρχονται αντιμέτωπες με το να πρέπει να παραγγείλουν εκ νέου υλικά όπως ο χάλυβας που στράβωσε, συχνά βρίσκονται να παλεύουν με άλλες εταιρείες που επίσης πρέπει να επαναγοράσουν αγαθά, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν τις τιμές.
Οποιαδήποτε καθυστέρηση στα έργα μπορεί επίσης να συνεπάγεται πρόσθετο κόστος, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων που επιβάλλονται για υπέρβαση της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ολοκλήρωσης, προσθέτει.
Η μεταποίηση είναι ένας άλλος τομέας που αντιμετωπίζει σημαντικές αλλαγές. Τα εργοστάσια και οι αποθήκες «απλώς δεν είναι σχεδιασμένα για τις θερμοκρασίες που βλέπουμε τώρα και που αναμένεται να δούμε», λέει ο Kent από την ένωση μηχανολόγων μηχανικών.
Αυτό σημαίνει ότι ο εξοπλισμός μπορεί να μη λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά ή να φθείρεται πιο γρήγορα, γεγονός που συνεπάγεται υψηλότερο λειτουργικό κόστος. «Η συντριπτική πλειονότητα της βιομηχανίας μας βασίζεται σε κάποιου είδους διαδικασία θέρμανσης ή ψύξης», λέει. «Εάν θερμαίνετε ή πρέπει να ψύξετε σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία και η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι ήδη θερμότερη, αυτή η διαφορά είναι πιο δύσκολο να ξεπεραστεί».
Την ίδια ώρα, η διαθεσιμότητα του νερού μπορεί να βρεθεί υπό έντονη πίεση σε περιόδους υψηλότερης θερμοκρασίας -ένα τεράστιο πρόβλημα για τον βιομηχανικό τομέα, ο οποίος χρειάζεται νερό για λειτουργίες από την ψύξη και τη μεταφορά.
Κατά μήκος του Ρήνου, μιας από τις σημαντικότερες πλωτές οδούς της Ευρώπης, οι εταιρείες αντιμετώπισαν διαταραχές λόγω χαμηλών επιπέδων νερού για τρία από τα πέντε τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του 2018, όταν τα φορτηγά δυσκολεύτηκαν να ταξιδέψουν, πλήττοντας τις προμήθειες καυσίμων και χημικών.
«Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τοποθετούσαμε βιομηχανίες δίπλα σε ποτάμια», λέει η Johanna Lehne, επικεφαλής του προγράμματος στην εταιρεία συμβούλων για το κλίμα E3G, αλλά οι εταιρείες αντιμετωπίζουν τώρα ερωτήματα σχετικά με το πού θα πρέπει να εδρεύουν και τι είναι σε θέση να παράγουν.
Στη συνέχεια, υπάρχει ο κίνδυνος για τις υποδομές. Η θερμική καταπόνηση «πρόκειται να μειώσει τη διάρκεια ζωής», λέει ο David Carlin της χρηματοδοτικής πρωτοβουλίας του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ. Αυτό επηρεάζει τα πάντα, από τις σιδηροδρομικές γραμμές μέχρι τους δρόμους και τα αεροδρόμια. «Δεν έχουμε μόνο πιθανές ζημιές στις υποδομές, όπως καταρρεύσεις γεφυρών, αλλά έχουμε επίσης την ανάγκη να αντικατασταθούν αυτά τα πράγματα γρηγορότερα, γεγονός που αυξάνει το κόστος».
Για τη γεωργία, η ακραία ζέστη μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών, τροφοδοτώντας την αύξηση των τιμών και την επισιτιστική ανασφάλεια. Έρευνα της Arsht-Rock διαπίστωσε ότι το καλαμπόκι, η πιο ευρέως παραγόμενη καλλιέργεια στις ΗΠΑ, χάνει περίπου 720 εκατ. δολάρια σε έσοδα ετησίως λόγω της ακραίας ζέστης, τα οποία προβλέπεται να αυξηθούν σε 1,7 δισ. δολάρια μέχρι το 2030.
Καθώς η εργασία γίνεται πιο επικίνδυνη σε διάφορους τομείς, το κόστος ασφάλισης θα αυξάνεται. Η κλιματική αλλαγή «θα διαμορφώσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο ο τομέας θα επιλέξει να διαχειριστεί και να απορροφήσει τους κινδύνους», λέει ο Mohammad Khan, επικεφαλής γενικών ασφαλίσεων του βρετανικού βραχίονα της συμβουλευτικής εταιρείας PwC.
Σύμφωνα με στοιχεία της αντασφαλιστικής εταιρείας Swiss Re, οι ζημίες για τους ασφαλιστές από καταστροφές που σχετίζονται με τη ζέστη, όπως οι καταστροφές των καλλιεργειών από ξηρασία ή οι ζημιές από πυρκαγιές σε ακίνητα, ανήλθαν σε 46,4 δισ. δολάρια την πενταετία έως το 2022, από 29,4 δισ. δολάρια την προηγούμενη πενταετία.
Στην Καλιφόρνια, μία από τις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από τις πυρκαγιές, ορισμένες μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες των ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί. Η Allstate ανέφερε τον αυξανόμενο λογαριασμό από τις πυρκαγιές ως έναν από τους λόγους για τους οποίους διέκοψε πέρυσι την πώληση νέων ασφαλιστήριων συμβολαίων κατοικίας στην Καλιφόρνια. Η State Farm, μια άλλη μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία κατοικιών, προειδοποίησε για την «ταχέως αυξανόμενη έκθεση σε καταστροφές», όταν έκανε το ίδιο νωρίτερα φέτος.
Αυτό τροφοδότησε μια αυξανόμενη συζήτηση σχετικά με την οικονομική προσιτότητα της ασφάλισης τόσο για ιδιώτες όσο και για εταιρείες, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντείνονται, με περισσότερους ανθρώπους να πέφτουν σε δημόσια δίκτυα ασφαλείας.
Προσαρμογή στην αλλαγή
Μετά από μερικές γενιές, οι άνθρωποι θα πρέπει να βρουν νέους τρόπους να προσαρμόσουν τις κοινωνίες τους καθώς οι θερμοκρασίες θα ανεβαίνουν όλο και περισσότερο.
Οι δεσμεύσεις των χωρών για το κλίμα οδηγούν τον κόσμο σε άνοδο της θερμοκρασίας μεταξύ 2,4 και 2,6 βαθμών Κελσίου μέχρι το 2100. Αυτό είναι πολύ πιο μπροστά από το όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου, μετά το οποίο οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει για δυνητικά μη αναστρέψιμες αλλαγές στον πλανήτη και καταστροφικές συνέπειες για τους πολίτες.
«Αυτή (η ακραία ζέστη) δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα. Θα είναι πιο συχνή, θα είναι πιο έντονη, θα είναι επίσης πιο μακρά», λέει η Carolina Cecilio, σύμβουλος πολιτικής στο E3G.
Ορισμένες χώρες έχουν αρχίσει να αφυπνίζονται για το θέμα. Η Ελλάδα διόρισε τον πρώτο υπεύθυνο για τη ζέστη το 2021, ενώ η Ισπανία δήλωσε νωρίτερα φέτος ότι θα απαγορεύσει την εργασία σε εξωτερικούς χώρους κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίας ζέστης.
Οι εταιρείες εισάγουν μέτρα όπως η χρήση «αχλής» στα ζώα και τους εργαζόμενους για να διατηρούνται δροσεροί. Άλλες αλλάζουν το ωράριο εργασίας, προσπαθώντας να κάνουν περισσότερες εργασίες τη νύχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες -αν και αυτό μπορεί να συναντήσει αντιδράσεις από τις τοπικές κυβερνήσεις και τους κατοίκους.
Καθώς ο κόσμος θερμαίνεται, η λεγόμενη παθητική ψύξη είναι πιθανό να γίνει πιο σημαντική για τις οικονομίες, λέει ο Kent.
Πολλά από τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα τα κτίρια και οι δρόμοι -όπως η πίσσα και το σκυρόδεμα- απορροφούν και συγκρατούν ενέργεια από τις ακτίνες του ήλιου, θερμαίνοντας το περιβάλλον τους, ενώ τα εργοστάσια και οι αποθήκες βρίσκονται συχνά σε βιομηχανικά πάρκα που στερούνται χώρων πρασίνου και επιτρέπουν τη συσσώρευση θερμότητας.
Οι οικονομικά αποδοτικές λύσεις περιλάμβαναν «ψυχρές στέγες» που βάφονται λευκές για να αντανακλούν τη θερμότητα, ή την προσθήκη σκιάς μέσω της χρήσης «προεξοχών» στα κτίρια ή της αύξησης της κάλυψης με δέντρα.
Η Rees-Evans λέει ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες αρχίζουν να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για να συνυπολογίζουν τον προβλεπόμενο καιρό στην τάξη εκτέλεσης ενός έργου. Αυτό θα τους επέτρεπε, για παράδειγμα, να αναβάλουν την παραγγελία χάλυβα εάν αναμενόταν παρατεταμένη περίοδος ζεστού καιρού.
Σε διεθνές επίπεδο, η προσαρμογή αναμένεται να βρεθεί ψηλά στην ατζέντα των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα COP28. Οι πολιτικοί εξετάζουν όλο και περισσότερο πώς μπορούν να συγκεντρωθούν χρήματα για να βοηθηθούν οι χώρες, ιδίως εκείνες του παγκόσμιου Νότου, να αντιμετωπίσουν τις ακραίες θερμοκρασίες λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, η Baughman McLeod λέει ότι οι επιχειρήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δράσουν τώρα για να προετοιμαστούν για την ακραία ζέστη. Μια μεγάλη επανεξέταση των οικονομιών μας μπορεί να χρειαστεί, λέει, καθώς οι χώρες που εξαρτώνται από τον τουρισμό βλέπουν τις επισκέψεις να πέφτουν κατά τη διάρκεια των εποχών αιχμής ή οι εταιρείες δεν μπορούν πλέον να δραστηριοποιηθούν για βασικούς μήνες του έτους. «Δεν υπάρχει λύση για κάθε τόπο, αλλά υπάρχει λύση για κάθε άνθρωπο».