Δεν έχει βγει ακόμα λευκός καπνός. Αλλά τα γραπτά συμπεράσματα των προκαταρκτικών συζητήσεων για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας, των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων, δείχνουν πως είναι σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα τα τρία κόμματα θα σχηματίσουν έναν κυβερνητικό συνασπισμό «φανάρι». Αυτό καθιστά το έγγραφο αυτό υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όσους θέλουν να καταλάβουν πώς θα επηρεάσει την οικονομία της Ευρώπης το τέλος της κυριαρχίας της Angela Merkel και του CDU.
Επιφανειακά, είναι εύκολο ένας Ευρωπαίος παρατηρητής να νιώσει απογοητευμένος. Η δέσμευση για εργασία «εντός του πλαισίου του συνταγματικού φρένου χρέους» ακούγεται σαν απροθυμία να βγάλουν τον «ζουρλομανία» των δαπανών που έχει επιβάλει η Γερμανία στον εαυτό της.
Τα τελευταία 20 χρόνια, η γερμανική αυτοσυγκράτηση οδήγησε σε αποσταθεροποιητικές εξαγωγές κεφαλαίου, καθυστέρησε τη μετά το 2009 ανάκαμψη της Ευρώπης και οδήγησε σε υποεπενδύσεις στο εσωτερικό και μη κερδοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό.
Αυτή η προφανής συνέχεια αντηχεί στην προσέγγιση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Το έγγραφο υιοθετεί τη στάση του ηγέτη του SPD Olaf Scholz ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ: «Αν δεν έχει χαλάσει, μην το φτιάχνεις». Είναι ένα εξαιρετικά στενόμυαλο σήμα, την ώρα που οι Βρυξέλλες μόλις ανοίγουν και πάλι τη συζήτηση για τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση.
Άλλοι σημαντικοί τομείς για την ευρωπαϊκή οικονομία αγνοούνται τελείως. Ούτε η τραπεζική ένωση της ΕΕ (για να ενθαρρυνθεί η διασυνοριακή τραπεζική) ούτε η ένωση κεφαλαιαγορών (για να αναγκαστούν οι εταιρείες να χρησιμοποιούν ομολογιακή και μετοχική χρηματοδότηση) αναφέρονται κάπου. Η πρόοδος και στα δύο αυτά εγχειρήματα καθυστερεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της έλλειψης πολιτικής συμφωνίας στην ΕΕ.
Μια τέτοια παράλυση είναι κακή για την Ευρώπη αλλά και για τη Γερμανία. Τόσο σε εγχώριο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το status quo βάζει εμπόδια στις μεγάλες φιλοδοξίες στις οποίες έχει συμφωνήσει ο υποτιθέμενος συνασπισμός. Το έγγραφό τους γράφει πως «θέλουμε να κάνουμε τη δεκαετία του 2020 μια δεκαετία επενδύσεων για το μέλλον. Ως εκ τούτου στοχεύουμε σε μια πολιτική που αυξάνει σημαντικά και τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επενδύσεις». Αυτός είναι ο σωστός στόχος, ιδιαίτερα καθώς η επενδυτική άνθιση προορίζεται για την απόλυτα αναγκαία κατάργηση των εκπομπών άνθρακα και την ψηφιοποίηση.
Αλλά η επιτυχία στην επένδυση σε μια πιο πράσινη, πιο ψηφιακή Γερμανία θα εξαρτηθεί από το αν άλλες χώρες της ΕΕ αισθάνονται ικανές να κάνουν το ίδιο. Είναι δύσκολο να γίνει μια διαρθρωτική επανάσταση -πόσω μάλλον δύο- από οποιαδήποτε οικονομία είναι βαθύτατα ενοποιημένη με άλλες, εάν δεν κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση με παρόμοια ταχύτητα.
Τόσο η τραπεζική ένωση όσο και η ένωση των κεφαλαιαγορών είναι ουσιώδους σημασίας για την αναγκαία βελτίωση της ποιότητα των ιδιωτικών κεφαλαιακών επενδύσεων στην Ευρώπη. Αν το αγνοήσει αυτό η νέα γερμανική κυβέρνηση, θα πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία που θα αντιστοιχεί σε αυτοτραυματισμό.
Πάνω απ’ όλα, οι φιλοδοξίες του συνασπισμού θα απαιτήσουν περισσότερο φιλική προς τις επενδύσεις δημοσιονομική διακυβέρνηση στο εσωτερικό και στην ΕΕ. Οι εταίροι υπόσχονται πως δεν θα υπάρξουν μεγάλες αυξήσεις φόρων. Δεδομένου του περιορισμού του «φρένου χρέους» της Γερμανίας στον δανεισμό, δεν είναι σαφές το πώς θα χρηματοδοτήσουν «σημαντικά» μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις ή κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις -για τις οποίες τα έγγραφά τους περιλαμβάνουν πολλές εξαιρετικές ιδέες.
Η υπόσχεση για απελευθέρωση κεφαλαίων μέσω της μείωσης «περιττών» και «κλιματικά μη φιλικών» επιδοτήσεων και δαπανών δεν πείθει, δεδομένου του χάσματος μεταξύ των πρόσφατων ρυθμών επένδυσης και του ρυθμού που απαιτείται. Η δέσμευση για μείωση τα γραφειοκρατίας του σχεδιασμού είναι καλοδεχούμενη, αλλά θα ήταν αφελές να νομίζουμε πως χαλαρώνει την ανάγκη για επιπλέον κεφάλαια.
Το δίλημμα -πώς να κινητοποιηθούν φιλόδοξες επενδύσεις εντός των κανόνων που τις αποθαρρύνουν- είναι το ίδιο και εθνικά και στην ΕΕ. Αν η νέα κυβέρνηση δεν θέλει να υπονομευτεί εξαρχής, θα πρέπει να αναζητήσει παρόμοιες λύσεις και στα δύο επίπεδα. Η διατήρηση του «φρένου χρέους» περιλαμβάνει την εξεύρεση έξυπνων τρόπων για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις από τον βασικό δημόσιο ισολογισμό, μέσω ειδικά σχεδιασμένων θεσμών. Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει μια νέα ερμηνεία των τεχνικών εργασιών: μπορεί να υποστηριχθεί πως οι τρέχουσες μέθοδοι έχουν μια υπερβολικά αυστηρή άποψη για την παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας.
Αν η νέα κυβέρνηση και ιδιαίτερα οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να δεχθούν πως τέτοιες κινήσεις είναι «εντός του πλαισίου» του φρένου, τότε η κυβέρνησή τους δεν θα πετύχει ποτέ. Αλλά εάν μπορέσουν να το δεχθούν, θα μπορέσουν να δείξουν την ίδια φαντασία και για τους κανόνες της ΕΕ. Άλλωστε, οι απόψεις του Scholz φαίνονται απόλυτα συμβατές με μια νέα ερμηνεία αυτών, με έναν τρόπο πολύ πιο φιλικό προς τις επενδύσεις, όπως ίσως τελικά επιλέξουν να κάνουν οι Βρυξέλλες.
Είναι πολύ νωρίς να απελπιστούμε πως μια αλλαγή στο Βερολίνο δεν σημαίνει μεγάλη αλλαγή στις Βρυξέλλες. Οπωσδήποτε θα βοηθήσει την τραπεζική ένωση και την ένωση των κεφαλαιαγορών να υπάρχει ένας Γερμανός καγκελάριος που έχει επίσης εργαστεί ως υπουργός Οικονομικών. Θα εξομαλύνει τον δρόμο για την επανερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, εάν μια γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη πράξει το ίδιο στη χώρα της. Αλλά για να συμβεί αυτό, όλοι οι εταίροι του συνασπισμού θα πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία για να στηρίξουν δραστικές βελτιώσεις στην οικονομική πολιτική της ΕΕ -προς όφελος της ίδιας της Γερμανίας.