Η πυξίδα είναι χρήσιμη όταν κάνεις περίπατο σε ένα άγνωστο δάσος. Δεν είναι τόσο χρήσιμη, αν πετύχεις αρκούδα και πρέπει να τρέξεις για να σωθείς.
Αυτό ισχύει και για τη λεγόμενη «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι ένα πρακτικό συμπλήρωμα των περυσινών εκθέσεων του Λέτα και του Ντράγκι, αλλά είναι ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει το ριζικά αλλαγμένο γεωπολιτικό πλαίσιο στον οποίο βρίσκεται τώρα η ΕΕ. Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως να δείξει δύναμη, τόσο στρατιωτική όσο και οικονομική.
Το ενθαρρυντικό είναι πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες έστειλαν σήμα στη Σύνοδο της 6ης Μαρτίου για την ασφάλεια πως το καταλαβαίνουν αυτό, μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνοντας στις διαβουλεύσεις τους και τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Σερ Κιρ Στάρμερ. Εν τω μεταξύ, η δημοσιονομική στιγμή «whatever it takes» της Γερμανίας είναι ένα απτό σημάδι πως ο κόσμος είναι έτοιμος να κάνει στροφή.
Πέραν αυτού, όμως, υπάρχουν ελάχιστες ιδέες για το πώς θα ενισχυθεί η ανάπτυξη γρήγορα και μόνιμα -κάτι που είναι απαραίτητο προκειμένου να παραμείνει βιώσιμο το δημόσιο χρέος παρά τα υψηλότερα ελλείμματα και τα αυξανόμενα επιτόκια. Άρα υπάρχουν πέντε πράγματα που θα πρέπει να αποφασίσουν να κάνουν οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, όταν συνεδριάσουν στις Βρυξέλλες στις 20 Μαρτίου.
Πρώτον, να ενισχύσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του εαυτού της -τόσο που θα χρειαζόταν μόλις μια αύξηση 2,4% στο εμπόριο εντός ΕΕ για να αντισταθμιστεί μια πτώση 20% των εξαγωγών στις ΗΠΑ. Όπως έχει σημειώσει ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι μυριάδες διαφορές στους εσωτερικούς κανόνες και τους συντελεστές ΦΠΑ στα κράτη-μέλη αντιστοιχούν στο ισοδύναμο εσωτερικών δασμών 45% στα αγαθά και 110% στις υπηρεσίες.
Οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσουν να παρέχουν, εντός έξι μηνών, αμοιβαία αναγνώριση των κανόνων των άλλων κρατών-μελών για την πλειονότητα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, θα πρέπει να ζητήσουν από την Κομισιόν να αυξήσει τα λεγόμενα όρια one stop shop (που αυτή τη στιγμή είναι στο πενιχρό 10.000 ευρώ επί των ετήσιων πωλήσεων) για την είσπραξη και την υποβολή εκθέσεων ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το 60% των εξαγωγέων αναφέρει τις κανονιστικές ασυνέπειες ως εμπόδιο στην επέκταση.
Η δεύτερη προτεραιότητα είναι να αυξηθεί το εμπόριο με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Κομισιόν είναι απασχολημένη με την οριστικοποίηση νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες. Αν και καλοδεχούμενες, ωστόσο ο γρηγορότερος τρόπος για να ενισχυθεί το εμπόριο θα ήταν να αρθούν οι προστριβές με το Ηνωμένο Βασίλειο, τον πιο κοντινό εμπορικό εταίρο. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να πενταπλασιαστεί αμοιβαία το κατώτατο όριο «de minimis» για την είσπραξη δασμών και ΦΠΑ για τις ανταλλαγές μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου (επί του παρόντος μόλις 150 ευρώ).
Τρίτον, η ΕΕ θα πρέπει να κάνει ρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης. Παίρνοντας παράδειγμα από την υπουργό Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου Ρέιτσελ Ριβς, θα πρέπει να ζητηθεί από την Επιτροπή και από όλες τις ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ και των κρατών-μελών να αναθεωρήσουν τις εντολές τους, καθιστώντας την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα μέρος των στόχων τους.
Το τέταρτο πράγμα είναι η παροχή κινήτρων για την ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Στη δεκαετία που μεσολάβησε από τότε που διατυπώθηκε για πρώτη φορά η ιδέα της ένωσης κεφαλαιαγορών, το χάσμα μεταξύ λόγων και πράξεων ελάχιστα μειώθηκε. Χρειάζονται κατάλληλα κίνητρα.
Από την πλευρά των αποταμιεύσεων, μια ισχυρή κίνηση θα ήταν η δημιουργία ενός επενδυτικού αποταμιευτικού λογαριασμού της ΕΕ, που θα έδινε στα νοικοκυριά όλου του μπλοκ πρόσβαση σε όλα τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που είναι διαθέσιμα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, είναι καιρός να χαλαρώσουν οι υπερβολικά συντηρητικοί προληπτικοί περιορισμοί στην τιτλοποίηση, ιδίως οι κεφαλαιακές προσαυξήσεις τόσο για τους εκδότες όσο και για τους επενδυτές. Επί του παρόντος, το καθιστούν ασύμφορο και για τους δύο. Ως αποτέλεσμα, μόλις το 1,9% των ανεξόφλητων δανείων της ΕΕ μετατρέπεται σε τιτλοποιημένα σχήματα, σε σύγκριση με το 7% στις ΗΠΑ.
Μια έκθεση που συντάχθηκε το 2024 με επικεφαλής τον Κριστιάν Νουαγιέ, πρώην διοικητή της Banque de France, διατύπωσε συγκεκριμένες συστάσεις για να αλλάξει αυτό. Οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να ζητήσουν από την Επιτροπή να τις επισπεύσει.
Η τελευταία προτεραιότητα είναι να βρεθούν νέοι τρόποι για να χρηματοδοτηθούν οι αμυντικές δαπάνες. Η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν ήδη πει πως σκοπεύουν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες. Αλλά ΗΒ και Γαλλία περιορίζονται από τη δημοσιονομική τους κατάσταση, όπως και οι επόμενες δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ -η Ιταλία και η Ισπανία.
Θα πρέπει να κινητοποιηθούν πολλά κανάλια, μαζί με τις τράπεζες, τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις και τις ΣΔΙΤ. Μια φιλόδοξη λύση θα ήταν μια πολυμερής τράπεζα επανεξοπλισμού, που θα βασίζεται σε έναν «συνασπισμό προθύμων» χωρών εντός και εκτός ΕΕ, με αρκετό καταβεβλημένο κεφάλαιο ώστε να διασφαλιστεί ότι η τράπεζα θα μπορούσε να εκδώσει χρέος με αξιολόγηση ΑΑΑ. Αυτό θα βοηθούσε να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες πιο γρήγορα και με λιγότερη ανοδική πίεση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Μια τράπεζα επανεξοπλισμού θα μπορούσε επίσης να συντονίσει με χρήσιμο τρόπο τις προσπάθειες προμηθειών, ώστε ο εξοπλισμός που θα προμηθεύεται από ευρωπαϊκές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών) να παράγεται γρήγορα σε κλίμακα και με χαμηλότερο κόστος για τους φορολογούμενους.
Άρα οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να βάλουν στην άκρη την πυξίδα για την ώρα. Ήρθε η σιγμή να αναλάβουν δράση που θα φέρει γρήγορα και διαρκή αποτελέσματα.
*Η συγγραφέας του άρθρου είναι επικεφαλής οικονομολόγος της BNP Paribas