To 2016, o πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είπε στο επιτελείο του ότι η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ δεν «ήταν η Αποκάλυψη». Είχε αναμφίβολα δίκιο. Αλλά με βάση την κυριολεκτική σημασία της λέξης «αποκάλυψη», η οποία σημαίνει ότι κάτι κρυφό βγαίνει στο φως, ο Ομπάμα δεν θα μπορούσε να δώσει την ίδια διαβεβαίωση και το 2025.
Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο προαναγγέλλει την αποκάλυψη των μυστικών του παλαιού καθεστώτος. Οι αποκαλύψεις της νέας κυβέρνησης δεν χρειάζεται να οδηγήσουν σε πράξεις εκδίκησης – η ανοικοδόμηση μπορεί να συμβαδίσει με τη συμφιλίωση. Αλλά για να υπάρξει συμφιλίωση πρέπει πρώτα να υπάρξει αλήθεια.
Η αποκάλυψη είναι το πιο ειρηνικό μέσο για τον τερματισμό του πολέμου της παλαιάς φρουράς έναντι του ίντερνετ, έναν πόλεμο που το ίντερνετ έχει κερδίσει. Ο φίλος και συνάδελφός μου Έρικ Γουάινσταϊν αποκαλεί τους προ ίντερνετ θεματοφύλακες μυστικών ως το Κατανεμημένο Σύμπλεγμα Καταστολής Ιδεών (ΚΣΚΙ)– τα μέσα ενημέρωσης, τους γραφειοκρατικούς οργανισμούς, τα πανεπιστήμια και τις κρατικά επιδοτούμενες ΜΚΟ που παραδοσιακά έθεταν τα όρια του δημόσιου διαλόγου.
Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, φαίνεται ότι το ίντερνετ είχε ήδη ξεκινήσει την απελευθέρωση μας από τη φυλακή του ΚΣΚΙ με τον θάνατο στη φυλακή του χρηματιστή και καταδικασμένου για αδικήματα παιδεραστίας Τζέφρι Έπσταϊν το 2019. Σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί που ρωτήθηκαν σε έρευνες κοινής γνώμης εκείνη τη χρονιά δήλωσαν ότι δεν τους έπειθε η επίσημη εκδοχή ότι αυτοκτόνησε, μια ένδειξη ότι το ΚΣΚΙ είχε χάσει τον απόλυτο έλεγχο του αφηγήματος.
Ίσως είναι πολύ νωρίς για να απαντήσει κανείς στα ερωτήματα του ίντερνετ για τον εκλιπόντα κ. Έπσταϊν. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι. Ακόμα και σήμερα το 65% των Αμερικανών αμφιβάλλουν ότι ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ ενέργησε μόνος του.
Σαν σε ένα αλλόκοτο μεταμοντέρνο αστυνομικό διήγημα, περιμένουμε εδώ και 61 χρόνια για ένα τελικό συμπέρασμα ενώ οι ύποπτοι – ο Φιντέλ Κάστρο, οι μαφιόζοι της δεκαετίας του 1960, o Άλεν Ντάλες της CIA - σταδιακά πεθαίνουν. Τα χιλιάδες απόρρητα έγγραφα για τον Όσβαλντ ίσως και να λειτουργούν ως προπέτασμα καπνού, αλλά ο αποχαρακτηρισμός τους θα μπορούσε να προσφέρει στις ΗΠΑ μια τελική λύση του δράματος.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να περιμένουμε έξι δεκαετίες για να βάλουμε τέλος στην «καραντίνα» που έχει επιβληθεί στον ελεύθερο διάλογο για την Covid-19. Από μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του Ντέιβιντ Μόρενς, κορυφαίου συμβούλου του Άντονι Φάουτσι, τα οποία δημοσιεύτηκαν από Επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, μαθαίνουμε ότι απαράτσικ των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας δεν δημοσίευσαν την αλληλογραφία τους όπως θα όφειλαν με βάση τον νόμο για την Ελεύθερη Πρόσβαση στην Πληροφόρηση.
«Τίποτα», έγραψε ο Βοκάκιος στo Δεκαήμερο, το έργο του για τη μεσαιωνική πανούκλα, «δεν είναι τόσο απρεπές που δεν μπορεί να ειπωθεί σε κάποιον άλλο άνθρωπο αν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα λόγια».
Στο πνεύμα αυτό, ο Μόρενς και ο πρώην επικεφαλής σύμβουλους του Λευκού Οίκου για θέματα υγείας Άντονι Φάουτσι θα έχουν την ευκαιρία να μοιραστούν κάποια απρεπή γεγονότα για τη δική μας πρόσφατη πανούκλα.
Είχαν υποψιαστεί ότι ο Covid προήλθε από έρευνα που χρηματοδοτήθηκε με χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων ή από κάποιο παραπλήσιο κινεζικό στρατιωτικό πρόγραμμα; Γιατί χρηματοδοτήσαμε το έργο της EcoHealth Alliance, η οποία έστειλε ερευνητές σε απομακρυσμένες κινεζικές σπηλιές για να συλλέξουν νέους κορωνοϊούς; Είναι η «έρευνα κέρδους λειτουργίας» ένα συνώνυμο του «προγράμματος εξέλιξης βιολογικών όπλων»; Και πώς η κυβέρνησή μας εμπόδισε τη διάδοση τέτοιων ερωτημάτων στα κοινωνικά δίκτυα;
H Πρώτη Τροπολογία ορίζει τους κανόνες εμπλοκής στις εγχώριες μάχες για την ελευθερία του λόγου αλλά η παγκόσμια εμβέλεια του ίντερνετ παρασύρει τους αντιπάλους της σε διεθνή πόλεμο. Μπορούμε να πιστέψουμε ότι ένας βραζιλιάνος δικαστής απαγόρευσε το X χωρίς στήριξη από τις ΗΠΑ, σε μια κωμικοτραγική διαστροφή του Δόγματος Μονρό;
Είμαστε συνένοχοι για τον νόμο που πέρασε πρόσφατα η Αυστραλία και απαιτεί την επαλήθευση ηλικίας για τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, την αρχή του τέλους της ανωνυμίας στο ίντερνετ; Αφιερώσαμε έστω και δύο λεπτά για να κάνουμε κριτική στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο συλλαμβάνει εκατοντάδες ανθρώπους τον χρόνο για διαδικτυακό λόγο που προκαλεί, μεταξύ άλλων, «ενόχληση, ταλαιπωρία ή περιττό άγχος»; Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο από οργουελιανές δικτατορίες στην Ανατολική Ασία και την Ευρασία αλλά πρέπει να στηρίξουμε το ελεύθερο ίντερνετ στην Ωκεανία.
Ακόμα πιο σκοτεινά ερωτήματα ανακύπτουν σε αυτές τις τελευταίες ζοφερές εβδομάδες της μεσοβασιλείας μας. Ο επενδυτής επιχειρηματικών κεφαλαίων Μαρκ Αντρίσεν ισχυρίστηκε πρόσφατα στο podcast του Τζο Ρόγκαν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν διαπόμπευσε τους επιχειρηματίες της αγοράς κρυπτονομισμάτων.
Πόσο μοιάζει το χρηματοοικονομικό μας σύστημα με ένα σύστημα κοινωνικής πίστωσης; Ήταν η παράνομη διαρροή των φορολογικών δηλώσεων του Τραμπ από έναν συμβασιούχο υπάλληλο της αμερικανικής εφορίας μια εκτροπή από την κανονικότητα ή οι Αμερικανοί θα έπρεπε να υποθέσουν ότι το δικαίωμα στο οικονομικό απόρρητο εξαρτάται από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις;
Και μπορεί να μιλήσει κανένας για οποιοδήποτε δικαίωμα στο απόρρητο όταν το Κογκρέσο διατηρεί το άρθρο 702 του νόμου περί Παρακολούθησης Αλλοδαπών Υπηρεσιών Πληροφοριών, με βάση το οποίο το FBI διεξάγει χωρίς ένταλμα δεκάδες χιλιάδες έρευνες στις επικοινωνίες των αμερικανών πολιτών;
Η Νότια Αφρική συγκρότησε επίσημη επιτροπή για να αντιμετωπίσει όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ, αλλά η απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων με σταδιακούς αποχαρακτηρισμούς εγγράφων θα ήταν πιο συμβατή τόσο με το χαοτικό στιλ διακυβέρνησης του Τραμπ όσο και με τον ιντερνετικό μας κόσμο, ο οποίος επεξεργάζεται και διαδίδει μικρά πακέτα πληροφοριών.
Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ δεν προχώρησε σε αποχαρακτηρισμούς διότι εξακολουθούσε να πιστεύει σε ένα δεξιό βαθύ κράτος σαν αυτό στις ταινίες του Όλιβερ Στόουν. Η πεποίθηση αυτή έχει ξεθωριάσει.
Το παλιό καθεστώς μας, όπως η αριστοκρατία της προεπαναστατικής Γαλλίας, πίστευε ότι το πάρτι δεν θα τελείωνε ποτέ. Το 2016 κλόνισε αυτή την ιστοριστική τους πίστη στο τόξο του ηθικού σύμπαντος (σ.σ. αναφορά σε ρήση του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ) αλλά ήδη από το 2020 ήλπιζαν να διαγράψουν τον Τραμπ ως μια ιστορική παρέκκλιση.
Όπως αποδείχθηκε, η παρέκκλιση ήταν το 2020, oι μάχες οπισθοφυλακής ενός παραπαίοντος καθεστώτος και του στράλντμπραγκ ηγεμόνα του (σ.σ. τα στράλντμπραγκ είναι φανταστικά πλάσματα από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ τα οποία είναι αθάνατα αλλά συνεχίζουν να γερνάνε). Δεν θα υπάρξει αντιδραστική παλινόρθωση του προ ίντερνετ παρελθόντος.
Το μέλλον απαιτεί φρέσκες και περίεργες ιδέες. Νέες ιδέες μπορεί να είχαν σώσει το παλαιό καθεστώς, το οποίο μετά βίας αναγνώριζε, και φυσικά δεν έδινε απαντήσεις, στα βαθύτερα ερωτήματά μας: τα αίτια της πεντηκοντατετούς επιβράδυνσης της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου στις ΗΠΑ, τη διαρκή άνοδο των τιμών των ακινήτων και την εκτόξευση του δημόσιου χρέους.
Μια ξεχωριστή χώρα ίσως να είχε την πολυτέλεια να συνεχίσει να αγνοεί τα ερωτήματα αυτά, αλλά όπως κατάλαβε ο Τραμπ το 2016 οι ΗΠΑ δεν είναι μια ξεχωριστή χώρα. Δεν είναι καν μια σπουδαία χώρα.
Η πολιτική των ταυτοτήτων αναμοχλεύει διαρκώς μακρινά ιστορικά γεγονότα. Η μελέτη της πρόσφατης ιστορίας, την οποία καλείται να κάνει η κυβέρνηση Τραμπ, είναι πιο επικίνδυνη και πιο σημαντική. Η αποκάλυψη δεν μπορεί να τερματίσει τις διαμάχες μας για το 1619 (σ.σ. αναφορά στη συζήτηση που διεξάγεται στις ΗΠΑ για το αν η ίδρυση της χώρας ξεκινά το 1619 με την έλευση του πρώτου φορτίου σκλάβων στη Βιρτζίνια) αλλά μπορεί να τερματίσει τις διαμάχες μας για την Covid-19.
Δεν θα κρίνει τις αμαρτίες των πρώτων κυβερνώντων μας, αλλά τις αμαρτίες αυτών που μας κυβερνάνε σήμερα. Το ίντερνετ δεν θα μας επιτρέψει να ξεχάσουμε αυτές τις αμαρτίες αλλά με την αποκάλυψη της αλήθειας δεν θα μας εμποδίσει να συγχωρέσουμε.
* Ο αρθρογράφος είναι επιχειρηματίας και επενδυτής. Είναι συνιδρυτής του PayPal και της Palantir, ενώ ήταν ο πρώτος εξωτερικός επενδυτής του Facebook.